Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

"Γιορτές" είπες;


    Το'πες! Το'πες, τ'άκουσα! Και τι θες τώρα, να χαρώ;
    Θα χαιρόμουν, αν ήμουν ακόμη κούτσικο, που θα τη γλίτωνα απ'το δημοτικό για δυο βδομάδες κι απ΄την πρωινή κουδούνα. Θα χαιρόμουν γιατί θα με βουτούσε η μάνα μου παραμονές, θα μου 'παιρνε καινούρια παπούτσια και μετά θα με κερνούσε ζεστούς λουκουμάδες στο Μεϊντάνι. Θα χαιρόμουν γιατί θα μετρούσα τις μέρες μέχρι να΄ρθει εκείνος ο χοντρός παππούλης να μου φέρει ένα κατιτίς, το οποίο θα υπολόγιζα για θησαυρό και για το οποίο θα κοκορευόμουν στις συμμαθήτριές μου. Θα χαιρόμουν γιατί θα βουτούσα τα παιδικά μου δαχτυλάκια στην άχνη του κουραμπιέ - και του δικού μου και των άλλων και λαίμαργα θα ήξερα πως είχα τον κόσμο δικό μου. Κι όταν θα τέλειωνε το δεκαπενθήμερο και θα γυρνούσα η κατεργάρα στον πάγκο μου θα ήμουν απολύτως -παιδικά- σίγουρη πως πέρασα τις καλύτερες γιορτές του κόσμου!
   Ωραίο,ε;

   Ναι, ναι, θαυμάσιο, το ξέρω! Έλα τώρα, να σου δείξω κι άλλα θαυμάσια κι είμαι σίγουρη  πως θα δεις κι εσένα εκεί σε μια γωνίτσα των δικών μου αναμνήσεων.
   Πως και πως περίμενα. Μετρούσα τις μέρες από τον Νοέμβρη. Και δειλά-δειλά ρωτούσα: "Μαμά, πότε θα στολίσουμε το δέντρο;" -"Νωρίς είναι!" μου απαντούσε αυστηρά. Που να τολμήσω να το επαναλάβω μέσα στο επόμενο τριήμερο. Κατά τις 20 του Δεκέμβρη ερχόταν η πολυπόθητη στιγμή.
   Το δεντράκι πλαστικό και κακοτερένιο, από αυτά που είχαν μονοκλάδια σ'ένα αφύσικο πράσινο χρώμα. Κοντό σαν και το παιδικό μου μπόι. Είχαμε κι ένα τραπεζάκι ξύλινο μικρό και το βγάζαμε 'κει πάνω -σαν παιδάκι που έλεγε ποίημα την 28η Οκτωβρίου- και το καμαρώναμε. Κι εμείς κι οι γείτονες. Απαραιτήτως κοντά σε παράθυρο. Τραβούσαμε και την κουρτίνα να φαίνεται καλά απ'έξω γιατί ήταν must τότε. Δέντρο χωρίς τραβηγμένη κουρτίνα ήταν καταδικασμένο!
   Έβγαινε το λοιπόν το δέντρο από την αποθήκη, έβγαινε και η κούτα με τις μπάλες και τα φωτάκια. Μια σειρά πολύχρωμα φωτάκια που δε φτάνανε ποτέ κι αναβε ένα δεξιά κι ένα αριστερά. Πολύχρωμα με κάτι αγκαθωτά διακοσμητικά, διάφανα που αγκυλώνανε τα παιδικά δαχτυλάκια. Οι μπάλες γυάλινες. Και καμμιά ίδια με την άλλη. Τυλιγμένες μία-μία σε χαρτοπετσέτα, μην ακουμπήσουν τα γυαλιά μεταξύ τους και τριφτούν. Ανοίγαμε τη χαρτοπετσέτα, βγάζαμε τη μπάλα, την κοιτάγαμε στο φως της μέρας σαν ακτινογραφία και την κρεμάγαμε στην άκρη του μονού κλαδιού που προηγουμένως του είχαμε χώσει μια λωρίδα βαμβάκι - τάχα μου χιόνι. Ιεροτελεστία ολόκληρη. Και τρόμος μη σπάσουμε κάποια. Και πάντα έσπαγε μία τουλάχιστον. Θρύψαλλα πάνω στο χαλί. Και ποτέ καμμιά αποθανούσα μπάλα δεν αντικαταστάθηκε. Μπάλα-μπάλα το δέντρο ήταν έτοιμο. Βάζαμε και μια κορυφή -γυαλινη επίσης και συνεπώς κάπως βαριά- που έκανε το κλαδί της κορυφής να ψιλογέρνει, πότε δεξιά, πότε αριστερά. Δέντρο-υπερπαραγωγή στα παιδικά ματάκια. Ερχόταν και η φάτνη δίπλα στα πλαστικά του ποδάρια και το αποτελείωνε. Εγώ πάντως το έβλεπα πανέμορφο.

   Τα Χριστούγεννα  στο σπίτι εμφανίζονταν λογιώ-λογιώ καλούδια: κάστανα, φυστίκια κελυφωτά, αποξηραμένα βερίκοκα, σοκολατάκια Τζοκόντα ή Νουαζέτα και κουραμπιέδες. Παραμονές Πρωτοχρονιάς εμφανίζονταν ως γκεστ σταρ τα μελομακάρονα, τα ξεροτήγανα, η βασιλόπιτα και η αγοραστή μπογάτσα. Αλλά τη χάρη της σκέτης άχνης ζάχαρης δεν την είχε τίποτα απ'όλα αυτά. Ούτε τη χάρη του δέντρου μου.

   Παραμονές βγαίναμε για τα κάλαντα. Πρωί-πρωί. Τριγωνάκι δεν είχα. Μόνο φωνούλα. Δυό κοριτσάκια, άντε τρία με το ζόρι. Παίρναμε ένα νάυλον σακουλάκι και πιάναμε σειρά-σειρά τα σπίτια. Κάνα τάλληρο, κάνα δεκάρικο, στη καλύτερη κάνα 'κοσάρικο. Κι αμα ήτανε "χοντρό" το ψιλό, στο επόμενο σπίτι γκαρίζαμε πιο δυνατά από τη χαρά μας και ξεκουφαίναμε τις νοικοκυράδες. 'Οχι οτι αυτό βοηθούσε στα κέρδη, αλλά εμείς ήμασταν τόσο ενθουσιασμένες που μάλλον οι τσιρίδες ξεπετάγονταν αυθόρμητα. Κατά τις 11 σταματούσαμε. Μαζευόμασταν σ'ένα σπίτι, τα αδειάζαμε όλα στο τραπέζι και μας τα μοίραζε η μάνα του σπιτιού-μη κάναμε κάνα λάθος εμείς. Και μετά άρχιζαν οι ερωτήσεις απ'τους μεγάλους:
-Πόσο σου'δωσε η κερά Μαρίκα;
-Ένα τάλληρο!
-Πφφ...Η μπακάλισσα;
-Ένα τάλληρο!
-Δε μπορούσε να δώσει τίποτα παραπάνω; Τόσα λεφτά της δίνουμε κάθε βδομάδα! Ποιοι σας έδωσαν τα εικοσάρικα;
Και πήγαινε λέγοντας. Πηγαίναμε τα κέρματα στη μπακάλισσα μετά και μας τα έκανε χάρτινα. Ότι προλαβαίναμε τα κάναμε γλυκατζούδια και μυρωδάτες γομολάστιχες. Τα υπόλοιπα μας τα κρατούσε η μάνα να τα φυλάξει στον σιδερένιο κουμπαρά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Σαν μπορούσαμε ας μην την τα δίναμε...

   Γράμμα στον Αη Βασίλη δεν θυμάμαι να έγραψα ποτέ. Ίσως γιατί η μάνα μου δεν ήξερε να διαβάζει καλά. Ερχόταν μόνο του το δώρο μετά από προφορική παραγγελία. Αλλά ποτέ δεν ερχόταν αυτό που είχα ζητήσει. Δε βαριέσαι, λεπτομέρειες!

    Κάποιες χρονιές κατεβαίναμε βολτίτσα στο κέντρο της πόλης. Να δούμε τη φάτνη που έστηνε ο δήμος, να βγάλουμε και μια αναμνηστική σαν άλλα προβατάκια δίπλα στο Θείο Βρέφος και να χαζέψουμε βιτρίνες φωτεινές. Κι ενα παράξενο πράγμα βρε παιδί μου...Ό,τι έβλεπα, το ήθελα, μου έκανε απόλυτη ανάγκη. Τώρα, το τι ακριβώς έπαιρνα είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Το πολύ-πολύ κανα μαλλί της γριάς. Άσπρο. Το ροζ ακαλύφθηκε αργότερα, μαζί με τον τροχό.

   Ανήμερα Πρωτοχρονιάς μας ξυπνούσε η μάνα πριν ξυπνήσει ο κύρης μας. Βάζαμε τα σχολιανά μας, πλέναμε μούτρα και καλοχτενιζόμασταν και περιμέναμε να σηκωθεί ο πατέρας να του ευχηθούμε. Εκείνος έτεινε το χέρι κρατώντας στη χούφτα του ένα χαρτονόμισμα κι εμείς κάναμε ένα ωραιότατο χειροφίλημα ως ένδειξη σεβασμού και τσιμπούσαμε το λεφτό για να είναι πλούσια και καρποφόρα η χρονιά μας. Και πριν προλάβει να ιδρώσει το χαρτονόμισμα στο χέρι μας, πήγαινε υπέρ σιδερένιου κουμπαρά. Αν κάποια στιγμή δεν άνοιγε αυτός ο κουμπαράς ώστε να διαπιστώσω το σύνολο των παιδικών μου μόχθων θα είχα πιστέψει ότι μας τα έπαιρναν για να μας τα ξαναδώσουν του χρόνου.

  Από εκείνη την εποχή πέρασαν πολλά-πολλά Χριστούγεννα, όλα διαφορετικά κι όλα όμοια μεταξύ τους. Η μαγεία σιγά-σιγά άρχισε να ξεφτίζει και να γίνεται πραγματικότητα. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι αργά και βασανιστικά πως οι γιορτές δεν έχουν πια το ίδιο νόημα, δεν γεννούν τα ίδια συναισθήματα και δεν έχουν την ίδια μυρωδιά όπως εκείνη που οσμίζονταν τα παιδικά μου ρουθουνάκια. Απογοήτευση; Όχι. Μάλλον νοσταλγία.

  'Ισως οι πιο όμορφες γιορτές του χρόνου για τον κόσμο να είναι τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Τόσα φωτάκια ν'αναβοσβήνουν με ξέφρενους ρυθμούς, τόση λάμψη μέσα απ'τη χρυσόσκονη, τόση ξαφνική αγάπη διάχυτη, όλοι λατρεύουν και κατανοούν αλλήλους, δώρα πάνε κι έρχονται, συναντιούνται κι οι οικογένειες που έχουν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι απ'το Πάσχα (ή ακόμη κι από πέρυσι τέτοιο καιρό) και τρωγοπίνουν, παίρνουν κανα ψιλό κι όσοι δεν έχουν απ'αυτούς που έχουν, κι όλοι είναι ευτυχισμένοι χαϊδεύοντας τις χορτασμένες κοιλιές τους. Ω, τι λατρεμένο κλίμα! Μέχρι να βγουν τα φωτάκια από την πρίζα. Μετά όλοι οι εγκεφαλοι στουμπωμένοι απ'το λίπος και το κρασί παθαίνουν αμνησία.

   Δεν είναι για μένα όμως. Ίσως ούτε για σένα που δεν περιμένεις να σκεφτείς και να σε σκεφτούν ειδικά αυτές τις μέρες. Που δεν περιμένουμε να μας θυμήσουν τα φώτα της γιορτής αυτούς που έχουν την ανάγκη  μας. Που δεν περιμένουμε την ευχή αυτών που μας έχουν ξεχάσει  επί έναν ολόκληρο χρόνο. Που δε μας υπνωτίζουν τα λαμπάκια που αναβοσβήνουν, ούτε ντύνουν χρυσά τα όνειρά μας τα στολίδια στους βρεγμένους δρόμους. Που έχουμε να ακούσουμε τα κάλαντα εδώ και χρόνια στην πόρτα μας γιατί βαριούνται τα καλοζωϊσμένα παιδάκια να ανέβουν έναν όροφο πιο πάνω με τα πόδια. Που ο δικός μας ξυπόλητος Θεός δεν έχει συγκεκριμένη χρονική στιγμή για να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

  Σε λίγες ώρες ξημερώνει παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μακάρι να μπορούσα να βουτήξω ξανά τα δάχτυλά μου στην άχνη ζάχαρη και να λερώσω την ψυχή σας με γλύκα και λευκό χρώμα.

  Ας είναι μια καλύτερη χρονιά αυτή.


Στην αδερφή μου. Σ'αγαπάω.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Το παιδικό συσσίτιο




     Καθώς οδηγούσα το πρωϊ για να πάω στη δουλειά μου - ναι, εκείνη τη δουλειά που θα έχω για πολύ λίγο ακόμη - άκουσα στο ραδιόφωνο πως η κυβέρνηση μελετά την διανομή συσσιτίων στα σχολεία προκειμένου να αποφευχθούν νέα επεισόδια λιποθυμίας μαθητών λόγω ασιτίας.
     Γύρισα σχεδόν 30 χρόνια πίσω. Στο δημοτικό, κάπου στην Τρίτη ή στην Τετάρτη τάξη. Δημόσιο σχολείο. Σ'ένα παράπηγμα κάναμε μάθημα, στα ξύλινα μονοκόμματα θρανία, σε μια αίθουσα χωρίς παράθυρα, μόνο με μια σειρά φεγγίτες με βρώμικα τζάμια και μισοξεκολλημένους στόκους που μαδούσαν και πέφταν πάνω μας. Για θέρμανση ούτε λόγος. Με τα κασκόλ μαθαίναμε την προπαίδεια, τα κασκόλ που είχαν φτιαχτεί από την παλιά ξεπλεγμένη μάλλινη μπλούζα που δε μας έκανε πια. Κι αν είχαμε κασκόλ. Αλλιώς μαζευόμασταν σαν τα πουλάκια του χειμώνα: οι ώμοι κολλημένοι στ'αυτιά και τα χέρια μέσα στα μανίκια της μπλούζας. Δύσκολοι καιροί.
    Κυλικείο είχαμε στο κεντρικό κτήριο του δημοτικού σχολείου. Χαρτζηλίκι ημερήσιο δεν είχαμε οι πιο πολλοί. Κανένα δεκάρικο μόνο ή εικοσάρικο, αν είχε κέφια ή φράγκα ο πατέρας - δηλαδή σπανίως. Χαζεύαμε τον Δημόκριτο και τον Περικλή πάνω στα νοσμίσματα -όποτε τα είχαμε- και νιώθαμε πλούσιοι. Βάζαμε και ξαναβάζαμε το χέρι στην τσέπη να βεβαιωθούμε οτι ήταν εκεί τα κέρματα κι ότι δεν τα χάσαμε καθώς παίζαμε στα διαλείμματα, τουλάχιστον μέχρι να πεινάσουμε και να πάμε να πάρουμε κάνα κουλούρι με σουσάμι ή κανένα Φοφίκο ή Πάφς. Τις πιο πολλές μέρες πηγαίναμε σχολειό και τη βγάζαμε μέχρι το μεσημέρι που σχολούσαμε με το γάλα που είχαμε πιει σπίτι πριν φύγουμε. Κι αν το είχαμε πιει και δεν είχε πάει υπέρ νεροχύτου σιφώνιον.  Τίποτα άλλο. Γουργούριζε η κοιλίτσα μα δεν είχαμε και πολλές επιλογές. Και δε θυμάμαι να μας πολυένοιαζε κιόλας.
    Κάπου εκεί, θυμάμαι για ένα μεγάλο διάστημα, στα διαλείμματα να φέρνουν τσίγκινα πεντόλιτρα δοχεία, κάτι σαν τεράστιες κονσέρβες, γεμάτα χυμό ροδάκινο. Είχαμε τα ποτηράκια μας από το σπίτι, εκείνα τα σπαστά τα πλαστικά που γινόταν μια σταλιά κι αμα έβαζες υγρό μέσα χυνόταν από τις χαραμάδες, και περιμέναμε στην ουρά να πιούμε απ'τον χυμό που -ομολογουμένως- μας άρεσε. Κάποτε οι χυμοί τέλειωσαν και μας έφερναν πορτοκάλια. Που να το φας το πορτοκάλι χωρίς μαχαίρι...και χωρίς να'ναι παραδίπλα η μάνα να στο καθαρίσει. Παρόλα αυτά, το φέρναμε βόλτα το πορτοκαλάκι που μας αναλογούσε. Καρφώναμε τα νύχια μας μέχρι να σκίσουμε λιγάκι τη σάρκα του κι αμα κάναμε την τρυπούλα χώναμε το παιδικό δαχτυλάκι και το ξεφλουδίζαμε σαν τα μαϊμουδάκια. Δεν θυμάμαι ποιός μας τα έφερνε και γιατί και τότε δεν μας πολυενδιέφεραν τετοιες πληροφορίες. Φτάνει που κάτι είχαμε. Κι ας περιμέναμε στην ουρά σα φαντάροι χάνοντας το παιχνίδι του διαλείμματος...
    Καμμιά σχέση το τότε με το τώρα. Το ξέρω, μα αυτές οι εικόνες μου ήρθαν εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Τότε ήταν δύσκολα, τώρα ακόμη δυσκολότερα. Δύσκολα γιατί οι γονέοι μας συνήθως προσπαθούσαν να κάνουν καλλιμέντο και μας παρείχαν τα απολύτως απαραίτητα με αυστηρότητα, κοιτάζοντας μπροστά με αισιοδοξία και φροντίζοντας για όσα παιδιά είχαν αραδιάσει. Τώρα είναι όλα διαφορετικά. Οι γονέοι των παιδιών αυτών που λιποθυμούν απλά δεν έχουν. Ούτε τον τρόπο, ούτε την αισιοδοξία. Θένε κι αν δε θένε στερούν. Και στερούν βασικά αγαθά απ'τα παιδιά τους όπως η τροφή. Σε μια εποχή που είναι λογική η εξέλιξη προς το καλύτερο, σε μια εποχή που είναι ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟ (τάχα μου) να μην καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του ανθρώπου.
    Δεν θα κρίνω τους λόγους που έφεραν τους ανθρώπους σ'αυτό το στάδιο, θα ξεφύγω πολύ και δεν θέλω. Μ'ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα. Αν και με ενοχλεί αφάνταστα να δείχνει, υποτίθεται, ενδιαφέρον μια κυβέρνηση μοιράζοντας συσσίτια, μετά από επαναλαμβανόμενα λιποθυμικά επεισόδεια μαθητών. Η ίδια κυβέρνηση που έστειλε αυτούς τους γονείς σπίτια τους, άνεργους και χωρίς προοπτική. Αυτοί οι γονείς δεν θέλουν την κρατική ελεημοσύνη γι'αυτούς και τα παιδιά τους, δουλειά θέλουν και την αξιοπρέπειά τους πίσω. Ακούς Ελλάδα;
    Κοντά στο 2012. Ζω. Ή νομίζω πως ζω.  Κοντά στο 2012, υπάρχει κόσμος εκεί έξω που λιποθυμά από την πείνα και (φυσικά) κόσμος που δεν πιστεύει οτι συμβαίνει αυτό. Κοντά στο 2012, οι βασικές ανάγκες του παιδιού δεν καλύπτονται εξ'ολοκλήρου κι ούτε πρόκειται να καλυφθούν μ'ένα συσσίτιο-προσφορά απ'το ανάλγητο κράτος. Κι ακόμα είμαστε στην αρχή.


Φωτογραφία: Αρχείο Δ. Κεραμιδά
1946. 11ο Δημοτικό Καβάλας. Συσσίτιο για τα παιδιά μια εποχή που ένα πιάτο φακές ήταν μέγα ζητούμενο. Διακρίνονται η (θρυλική) διευθύντρια Ευθαλία Χριστοδουλίδου και ο δάσκαλος Άγγελος Άμποτ με τις τραπεζοκόμες. Τα αγόρια κούρεμα «γουλί» για την αποφυγή ψειρών, τα κορίτσια κοτσιδάκια. Τρώνε στο ημιυπόγειο του σχολείου - σήμερα αίθουσα Μουσικής. Το βλέμμα των αγοριών τα λέει όλα… 

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Η κοκέτα μέσα μου




    Πάντα θαύμαζα  τις ασπρόμαυρες ντελικάτες κυρίες που πρωταγωνιστούσαν στον κινηματογράφο. Πανέμορφες, καλοχτενισμένες, άψογα μακιγιαρισμένες και ντυμένες με φιγουρίνια υπέροχα. Κοκέτες κανονικές δηλαδή. Φανταζόμουν το άρωμα που θα ταίριαζε να φορά η κάθε μία και το άφηνα να μου τρυπά τα ρουθούνια. Τις χάζευα να απεικονίζονται στην οθόνη της ασπρόμαυρης τηλεόρασης και παρατηρούσα κάθε κίνησή τους: Πως κάθονται, πως σηκώνονται, πως στέκονται, πως βαδίζουν, πως κρατούν το τσιγάρο, πως κοιτούν το "θύμα" τους, πως τα κάνουν όλα τέλος πάντων. Και μετά άρχιζε το γέλιο.

    Ποτέ! Ποτέ δεν κατάφερα να τους μοιάσω έστω και στο παραμικρό. Η απόλυτη αποτυχία! Και στο εξηγώ: Πανέμορφη δεν είμαι και δε με λες όσο καλός άνθρωπος και να είσαι, οπότε το  παιχνίδι ήταν χαμένο από την αρχή. Χαμένο σου λέω! Ούτε αλαβάστρινο πρόσωπο, ούτε αρμονικά χαρακτηριστικά αρχαιοελληνικού αγάλματος. Προς το μαυροτσούκαλο έτεινα, ένα πράμα σα γυφτάκι, λίγο πιο ξεθωριασμένο το χειμώνα. Ντελικάτο και σκουρόχρωμο δεν συμβαδίζουν. Νομίζω πως κάτι μου'χε ξεφύγει και δεν το'χα καταλάβει καλά μα προσπαθούσα παρ'όλα αυτά. Ματαίως αγάπη μου. Γιατί ερχόταν και το μαλλί και έδενε η καταστροφή.

    Σγουρό. Τόσο σγουρό που δεν έπαιρνε παραπάνω. Hello Africa εντελώς, με τη σημαία του Τόγκο να κυματίζει στ'αεράκι. Σε μια εποχή που το μαλλί το βούρλο ή αυτό που προκύπτει όταν όλη νύχτα  κοιμάσαι με τα αγκαθωτά ρόλεϊ στο κεφάλι και με φιλέ απο πάνω μη ξεφύγει καμμιά τρίχα, ήταν αποδεκτά. Ο,τι άλλο παρέκκλινε από αυτή τη μόδα τραβούσε την προσοχή. Την προσοχή πρωτάρας κομμώτριας να πειραματιστεί με πάθος πάνω στο κεφάλι μου χωρίς αποτέλεσμα, γαμώ το DNA μου μέσα.

   Έχανα τα δυο βασικά. Είχα παρατηρητικότητα όμως. Κοιτούσα γύρω μου ομοιοπαθούσες που με λίγο βαψιματάκι μετά το πρωινό ξύπνημα γινόταν κάπως αποδεκτές. Κάπως. Μήπως να γινόμουν κι εγώ "κάπως"; Μια και δυό μάζευα απ'το σχεδόν ανύπαρκτο χαρτζηλίκι - τότε δεν ήταν καθημερινό, βουτούσα και καμμιά σκιά της μάνας μου ή το μολυβάκι των ματιών της και τσούκου-τσούκου ζωγράφιζα δράκους στα μούτρα μου. Δράκους και μονόκερους. Εγώ και η μακαρίτισσα η Winehouse. Δυό στο σύμπαν. Αδίκως πάλευα το λοιπόν να καταφέρω τη γραμμή της Καρέζη στο μάτι. Δεν το'χα και το'κοψα νωρίς το παραμύθι. Για μέικ απ; Ούτε λόγος. Εδώ δεν είχα καταλάβει καλά-καλά τι ήταν το ρίμελ, αλλά ήξερα να λύσω και να δέσω το βίντεο χωρίς να μου περισσέψει βίδα. Πού να 'μπλεχνα και με τα επιστημονικά;

    Στο ντύσιμο το πάλευα το θεματάκι λίγο. Και μη βιαστείς! Μια δίφυλλη ντουλάπα είχαμε όλη κι όλη και οι δυο αδερφές και πάλι χώρος έμενε. Κι είχαμε και διαφορά ηλικίας αρα και διαφορά στο νούμερο. Λίγα ρούχα η καθεμιά μας, τα απολύτως απαραίτητα. Ένα από κάθε είδος.  Ένα μπουφάν και ένα τζιν πατελόνι κι οχι τρία σ'όλες τις αποχρώσεις. Έτσι ήταν τότε. Όχι πολλά-πολλά. Μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Αλλά τουλάχιστον συνδυάζαμε ή προσπαθούσαμε να συνδυάσουμε. Είτε τα δικά μας είτε εκείνα που ανταλλάσαμε με φιλενάδες στο ίδιο σουλούπι. Καμμιά μπλούζα, κανα πατελόνι ή καμμιά φούστα. Κι όταν ερχόταν η στιγμή δυό φορές το χρόνο να ψωνίσουμε ρούχα -Χριστούγεννα και Πάσχα μόνο, τί σόπινγκ θέραπι και μπούρδες...- κάναμε ποδαρόδρομο ό,τι μαγαζιά είχε η πόλη να βρούμε τι θα μπορούσαμε να πάρουμε που θα μας έδινε τις περισσότερες επιλογές να συνδυαστεί ή να είναι κάπως πιο οικονομικό μπας και παίρναμε κατιτίς παραπάνω. Με επαναφέρω στην τάξη και καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: Τι να σου κάνει από μόνο του το ντύσιμο γλυκιά μου;; Είναι να το'χεις.

   Κι εγώ δεν το'χα. Ε, δεν το'χα! Εκτός τα παραπάνω, δεν είχα ούτε τη συμπεριφορά. Δε γίνεται μεχρι το γυμνάσιο να σκαρφαλώνεις σε δέντρα σα μαϊμού και να σπας τα γόνατά σου στους δρόμους παίζοντας κλέφτες κι αστυνόμους με μύξικα αγοράκια και ξαφνικά να μεταμορφώνεσαι από κάμπια σε  πεταλούδα με πλουμιστά φτερά. Ούτε σε νιάου-βρε-γατούλα. Άσε που ήταν και άβολα τα τακούνια ανεξαρτήτως υψομέτρου. Λίγο η κίνηση της μαούνας απ'το αζυγοστάθμητο τακουνάκι, λίγο  τ'απομεινάρια απ'τους κλέφτες κι αστυνόμους, λίγο και το να προσπαθείς να το παίξεις Μπάρμπι σε διαφορετικό χρωματικό τόνο, νά το το ρεζίλι. Ασε δε, όταν έπρεπε να μιλήσω γλυκά και τρυφερά όπως κάθε καθώς πρέπει θηλυκό. Φρίκη.  Ώρες και φορές μου θύμιζα την προαναφερθείσα στο "Δεσποινίς Διευθυντής": "Γυρίσα-αα-α-τεεεεε;;;;"

   Το ζάλισα για κάμποσα χρόνια αλλά αντιστεκόταν σθεναρά. Δε με'θελε. Και κατά βάθος ούτε κι εγώ. Οπότε συμφωνήσαμε να χωρίσουμε τους δρόμους μας και  να συναντιόμαστε σπανίως, όποτε το απαιτεί η περίσταση. Και μόνον. Αλλά τις ασπρόμαυρες ντελικάτες κυρίες συνέχιζα να τις θαυμάζω.

    Επίσης αντικείμενο θαυμασμού αποτελούσαν οι ελάχιστες γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου και πραγματικά ήταν κοκέτες. Γεννημένες κοκέτες χωρίς να γίνονται καραγκιόζηδες στο πιο γυναικείο τους και χωρίς καμπούρα. Γιατί η πλειοψηφία αυτό ήταν. Αποτυχημένες. Που δεν έπειθαν με τίποτα. Παρά τα φρου-φρου, τα αρώματα, το περιοδικό μόδας στη μασχάλη και το υπερβολικό μακιγιάζ. Γυναίκες - παγώνια.Κι άμα θες πρόσεξέ το την επόμενη φορά που θα βρεθεί μια τέτοια μπροστά σου : Υπερβολικό μακιγιάζ έχουν όσες δεν το'χουν και το κυνηγούν το κοκετιλίκι. Οι υπόλοιπες δεν έχουν ανάγκη από τόνους πούδρας και ρουζ σε ροδακινί απόχρωση. Έχουν αυτοπεποίθηση.

   Σήμερα μετρώ 35 και βάλε. Βάλε, μη τσιγκουνεύεσαι. Αντιρυτιδική δεν πήρα ακόμη. Κι ούτε πρόκειται. Ούτε πανάκριβο μέικ απ να σπατουλάρω τις πρώτες (και τις δεύτερες) ρυτίδες. Ούτε φανταχτερά κραγιόν, ρίμελ και ρουζ που απλώνονται σαν  μάσκα για να με κάνουν διαφορετική απ'ότι είμαι. Και φυσικά ούτε εντυπωσιακά, υπερβολικά θηλυκά ρούχα που κάνουν την προσοχή των άλλων να επικεντρώνεται πάνω τους και όχι στο προγούλι. Ασφαλώς απεταξάμην και την ηλίθια τη συμπεριφορά που μόνο δική μου δε θα ήταν.  Και χαίρομαι που είμαι εγώ, άσχετα με τον φόνο που έχω κάνει.

   Έλα, μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Για την κοκέτα λέω. Συγκεκριμένα για τον φόνο της κοκέτας μέσα μου. Την έπνιξα με τα ίδια μου τα χέρια όταν κατάλαβα πως μια ρέγγα θα είχε περισσότερες προοπτικές επιτυχίας απ'ότι εγώ. Και χαίρομαι διπλά όταν βλέπω δίπλα μου να περνούν γυναίκες που έχουν καταφέρει να γλυτώσουν απ'αυτό το τριπάκι. Γυναίκες που δεν χρειάζονται σοβάντισμα, μαλλί κάγκελο και φούστα-μπλούζα-ασορτί για να πάνε μέχρι το περίπτερο στη γωνία. Γυναίκες που αποφεύγουν να φτάνουν σε ακρότητες και να γίνονται γελοίες απλά για να νομίζουν οτι γίνονται αρεστές. Γυναίκες που νιώθουν καλά με τον εαυτό τους. Όπως κι αν δείχνει αυτός. Αρκεί να δείχνει αυτό που είναι.

Κοκέτα: Η καθωσπρέπει κυράτσα. Αυτή η οποία προσέχει την εμφάνισή της. - http://www.slang.gr/

Κοκέτης: επίθ α / θ / ουδ κοκέτης, κοκέτα, κοκέτικο [ko'cetis, ko'ceta, ko'cetiko] φιλάρεσκoς - http://el.thefreedictionary.com/
  
Κοκέτα η [kokéta] Ο25 αρσ. κοκέτης [kokétis] Ο11 : αυτή που φροντίζει πολύ την εμφάνισή της, που της αρέσει να είναι πάντοτε περιποιημένη, είτε ως εκδήλωση φιλαρέσκειας είτε απλώς για προσωπική ευχαρίστηση. Λεξικό Τριανταφυλλίδη - http://www.greek-language.gr



  






Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Νύχτα Τρόμου...


   Το'χω πει. Δεν μπορώ τη μοναξιά τελευταία. Βγαίνει μια σχιζοφρενική μαυρίλα από μέσα μου. Ειδικά αν λίγο πριν έχω διαβάσει και ακούσει τα πάνδεινα. Ναι, για το χάλι μας το κατράμι λέω. ΟΛΑ τα σενάρια καταστροφής. Ούτε ένα δε μου ξέφυγε. Γίνεται να μη γυρίσει ανάποδα το ρημάδι το ελαττωματικό μου κύτταρο ; Εμ, δεν γίνεται να κάτσει σταθερό σε μια γωνιά του κροταφικού μου λοβού, μου ρίχνει σφαλιάρες και ζητά επιμόνως να πάρει τους δρόμους. Ή ψάχνει εναλλακτικές λύσεις επιβίωσης και μου τις ανακοινώνει με θράσος καταφέρνοντας να μου σηκώσει  καμπούρα και ουρά σαν σκασμένη γάτα μπροστά σε σκύλο  που δεν έχει ιδέα από τρόπους καλής συμπεριφοράς.

   Μια τέτοια βραδιά ήταν και η χθεσινή. Είχε κεφάκια πάλι κι έστηνε τα δικά του ολοκληρωμένα σενάρια, τι θα γίνει, πως θα γίνει και πως θα ανταπεξέλθουμε. Κι εγώ κι αυτό. Λες και δεν έχει ακόμη καταλάβει οτι θα ήθελα πάρα πολύ να ήταν από εκείνα τα τυχερά που ψοφούν και δε ξαναγεννιούνται. Στο πυρ το εξώτερον! Ριζωμένο καλά πάνω μου, επιμένει. Συγκεκριμένα μέσα μου. Αδίκως να το αγνοώ επιδεικτικά. Δε με αγνοεί εκείνο. Κάπως έτσι αρχίζουν τα δράματα.

Σενάριο πρώτο: "Να μονάσεις!"
   Οκ, δεν μπορώ να πώ! Δε θα πεινάσω σίγουρα! Άσε που δε θα με ψάξει και κανείς μέσα σ'ένα τέτοιο λαγούμι να μου γυρεύει ο,τι δεν θα έχω πληρώσει. Και τα μαύρα μου πάνε. Με κόβουν λίγο στην περιφέρεια. Για τα μαύρα ράσα δεν ορκίζομαι. Με τίποτα πάντως δε μου πάει το άλλο αξεσουάρ, το συνεχόμενο φρύδι της Φρίντα Κάλο. Το ουρλιάζει κι ο καθρέπτης μου. Ούτε και τη μουσική υπόκρουση αντέχω. Απολυτίκια, προσευχες, δεήσεις και πατερημά. Δεν καταλαβαίνω λέξη. Μεταξύ μας, δε με ξετρελλαίνει κι ο ρυθμός. Έπειτα είμαι και λιγάκι Ζορμπάς σαν καθώς πρέπει ελληνίδα. Θα φάω, θα πιω, θα καπνίσω και θα χορέψω όποτε μου κάνει κέφι. Δεν κόβονται αυτά τα πράγματα. Να κλειστώ στους τέσσερις μαντρότοιχους; Α,πα,πα! Εδώ δεν μπορώ να κλειστώ στο σπίτι μου μια μέρα! Θα κλειστώ σε ξένο; Δεν είμαι και καλός άνθρωπος, στο'πα; Μου μπαίνουν  σατανικές σκέψεις πότε-πότε (Old Lady-12 points!) συνεπώς αυτόματα απορρίπτομαι. Ας αγιάσουν άλλοι. Περιορίζομαι στο χρέος μου λοιπόν - κι αυτό με το ζόρι: γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες άντε και κανα Πάσχα άμα έχω τρελλά κέφια. Μέχρι εκεί. Παραπέρα δεν πάει. Δεν ταιριάζει η ιδεολογία μας βρε παιδί μου. Τέλος.


Σενάριο δεύτερο: "Να πάρεις τα βουνά!"
   Ωραία, να τα πάρω! Και; Πού θα σταματήσω; Ή θα βρω ένα βουνό -στη τύχη ή κατ'επιλογήν-  και θα γίνω μόνιμη κάτοικος; Θα χτίσω καλύβα από κλαδιά πάνω σε δέντρο αψηλό να 'μαι και σίγουρη οτι δε θα γίνω βορά για τα άγρια θηρία. Θα σκάβω με τα χέρια μου για ρίζες όταν θα λείπουν οι καρποί και θα κυνηγώ βατράχια. Για νερό ούτε λόγος. Θα μαζεύω όταν βρέχει σε πέτρινες γούρνες που θα έχω σμιλέψει μόνη. Επίσης μπορώ να δοκιμάσω όλα τα γκουρμέ μεζεδάκια που απολαμβάνουν στις ανατολικές χώρες και εμείς τα αγνοούμε ουρλιάζοντας "Πάρε αυτό το σιχαμένο σκουλίκι-ακρίδα-σαρανταποδαρούσα  απ'τα μούτρα μου!!"  Το χειμώνα που θα παγώνει το σύμπαν δεν θα με πειράζει γιατί απ'την πολλή μου τη χαρά που παράτησα τη βρωμόπολη κι έφτιαξα τη ζωή μου δε θα με σκιάζει φοβέρα καμμιά. Θα με ξυπνούν το πρωί οι μπεκάτσες με το χαρωπό τραγούδι τους και την κουτσουλιά τους στο κούτελό μου (στην καλύτερη περίπτωση). Άσε που θα μάθω να ανάβω φωτιά τρίβοντας τέσσερις ώρες δυο πέτρες. Και μετά θα ανακαλύψω ξανά τον τροχό -με αντιολισθιτικό πέλμα αυτή τη φορά.

Σενάριο τρίτο: "Στα Μάταλα αδελφές μου, στα Μάταλα!"
   Πάντα ονειρευόμουν να πάω να μείνω στις χιλιοκατουρημένες από τους τουρίστες τρύπες των  Ματάλων. Άλλος αέρας βρε παιδί μου. Ν'αφήσω μαλλί (κεφαλή-μασχάλη-γάμπα) και να φορώ τρισχαριτωμένες λουλουδάτες βλακειούλες. Θα ζωγραφίζω στα μούτρα μου σήματα ειρήνης και στο μυαλό μου σήματα καπνού. Για φαΐ ούτε λόγος! Τίποτα κοπανιστό. Ενα 40ημερο το βγάζω, δεν το βγάζω; Μετά θα με εκθέτω σαν τουριστική ατραξιόν. Μουμιοποιημένη.

Σενάριο τέταρτο: "Κούλιναν! Πως σου φαίνεται;"
   Κομμένο κι άκοπο, ευπρόσδεκτο! Θα λύσω όλα μου τα οικονομικά προβλήματα. Και τα δικά σου άμα με πετύχεις στις καλές μου. Μόνο που -και τους δυό μας-  πρόλαβε αυτή! Τό'χτισε στο κασόνι που φοράει στο κεφάλι, το δένει με λουκέτο στο πόδι της κάθε βράδυ και κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Ωραία, θες να το αναλύσουμε; Πες πως φεύγω για Ν.Αφρική. Πες πως πάω και στα ορυχεία. Πες πως σκάβω στα ορυχεία μαζί με άλλους 47 ιδρωμένους. Στατιστικά οι πιθανότητες να βρω ένα ανάλογο στα επόμενα χρόνια είναι λίγες. Ελάχιστες. Μου το επιβεβαίωσε το SPSS πολλάκις. Και αυτοί οι δαίμονες ποτέ δεν λένε ψέμματα, στο λέω να το ξέρεις. Συνεπώς, μέχρι να  βρω κάτι τέτοιο θα έχει έρθει ο καιρός για αντιρευματικές κρέμες, παυσίπονα και καινούριο κατωμάσελο. Μηδενικό όφελος. Οπότε αν είναι να φάω τη ζωή μου σκάβοντας, πάω και σ'ένα συνεργείο του δήμου. Πιο πολλά θα βγάλω. Και χωρίς να κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι.

Σενάριο πέμπτο: "Μετανάστις στη Γερμανία."
   Τα χαλάμε! Εδώ τα χαλάμε. Δεν μπορώ τη γλώσσα. Βάρβαρη γλώσσα. Δεν μπόρεσα ποτέ να προφέρω ούτε καν τα σημεία στίξης. Κάτι σαν αλλεργικό. Τίγκα στις φλούμπες. Ούτε το φαϊ τους. Λουκάνικα, παντού λουκάνικα. Ζάουερκράουτ, κνεντελ και καρτόφενπούπα. Μέχρι να τα προφέρω θα'χω ψοφήσει από την πείνα. Ενω άμα πεις "πατατοκεφτές", γεμίζει το στόμα σου βρε έλληνά μου! Μόνο στη μπύρα τα βρίσκουμε. Αλλά δε χαραμίζομαι στα μαύρα ξένα για μια ξανθιά. Και δεν ταιριάζει και στην ιδιοσυγκρασία μου κι ο Καζαντζίδης. Ούτε και το ψοφόκρυο. Κοκκινίζει η μύτη μου και νιώθω σαν το Ρούντολφ το ελαφάκι. ΜΕ τα κέρατα.

Σενάριο έκτο: "Επιστροφή στις ρίζες;"
   Εννοείς να αφήσω πίσω ο,τι έχω κάνει εδώ και να γυρίσω στο χωριό μου; Σ'εκείνο το ξεχασμένο χωραφάκι που είναι πλέον τίγκα στα αγριόχορτα; Και σ'εκείνο το μισογκρεμισμένο σπιτάκι του παππού; Καλή ιδέα. Μόνο που θα μου χρειαστούν ένας σκασμός λεφτά για να τα φέρω στα ίσα τους. Κι ένας σκασμός λεφτά για να πάρουν μπρος - δυό σκασμοί δηλαδή, όταν ο μοναδικός  σκασμός που επικρατεί είναι οτι ΔΕΝ υπάρχουν λεφτά. Τουλάχιστον δεν θα με δω να σκαλίζω κάδους. Αν δεν μου την πέσει η μουχρίτσα, ο δάκος και ο περονόσπορος. Θα βάλω και κοτούλες. Θαυμάσια. Θα εξασκηθώ και στην ανατομία που πέρασα με 9. Να δω τι πουλιά έπιασα. Και τι πουλιά θα βράζω. Ή θα κοκκινίζω με μακαρόνια και ανθότυρο. Έχετε γεια κι αμα σας βάλει ο δρόμος άντεστε να ψήσουμε μια όρνιθα.

Σενάριο έβδομο: "Ανταλλαγή υλικών!"
   Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; Γιατί για να ανταλλάξεις θα πρέπει να έχεις. Κι αμα έχεις θα'ναι τόσο λίγο που δε θα θες να το ανταλλάξεις. Κι αν είναι πολύ θα το κρατάς καβάντζα. Εκτός αν πας στο χωριό σου ή στον κήπο της μεζονέτας σου (που φύτευες γκαζόν και κρυφούς φωτισμούς γιατί ήθελες να είσαι και γαμώ τις μούρες), οργώνεις, σπέρνεις, φυτεύεις, μαζεύεις και μετά κατεβαίνεις στην Χώρα με το ψάθινο πανέρι και το ανταλλάζεις με ένα τόπι ύφασμα. Μόνο έτσι το δέχομαι. Όσοι μείνουν στα οροφοδιαμερίσματα θα έχουν να ανταλλάξουν μόνο τα χρυσά του γάμου τους - όσα δεν έχουν φύγει στους σύγχρονους μαυραγορίτες για μισή μπομπότα. Βασική προϋπόθεση: Να έχεις ξεπληρώσει ή να μπορείς να ξεπληρώνεις το στεγαστικό σου. Διαφορετικά σε βλέπω στο έκτο σενάριο έλληνά μου. Μαζί με μένα. Και την όρνιθα.

Σενάριο όγδοο: "Εφτά νομά- σ'ένα δωμά-..."
   Μαζεύω γονέους, παππούδες και την αχώνευτη τη θεία την Καλλιόπη που μου τσάκιζε πάντα τα νεύρα μόνο με μια ματιά. Φέρνουν και τα ντιβάνια τους μαζί. Η Καλλιοπίτσα και το σκυλάκι της, το οποίο και ανέχομαι γιατί ίσως να χρησιμοποιηθεί αργότερα για ιερό σκοπό. Βάζουμε κάτω ό,τι έχουμε και κολατσίζουμε. Άμα έχουμε. Βάζουνε κάτω ο,τι έχουνε -αν τους έχουν αφήσει ίχνος σύνταξης και πληρώνουμε το ρεύμα. Αλλιώς λαδόλυχνος. Λέμε ιστορίες από ευτυχισμένες παλιές εποχές αφθονίας και αναστενάζουμε όλοι  μάζι σαν γάτες στα κεραμίδια. Ρίχνουμε και καμμιά διαφωνία καραμπινάτη λόγω τους χάσματος των γενεών. Και μετά από τόση κούραση, ύπνος. Βαθύς με παραμιλητά, ροχαλητά κι άλλους ευγενείς ήχους. Ανατριχίλα. Ούτε να το σκέφτομαι. Απορρίπτεται. Και το σκυλάκι της Καλλιοπίτσας μαζί.

Σενάριο ένατο και φαρμακερό: "Κάνε το κορόιδο λοιπόν!"
   Σωστά! Μπορώ να πάρω ποπ-κορν και να κάθομαι μπροστά στην οθόνη της ζωής μου βλέποντας τους άλλους να μου κάνουν κουμάντο στέλνοντάς με από ίσιο δρόμο στην καταστροφή. Θα σπάσω και τον κουμπαρά μου και θα πάρω ένα ακόμη μεγαλύτερο καναπέ, νομίζω πως ο παλιός μου δε με χωρά εδώ και καιρό. Ωραία. Δεν θα χρειαστεί να ξανασκεφτώ, απλά θα οδηγούμαι και θα καθοδηγούμαι. Γιούπι. Γι'αυτό πάλευα τόσα χρόνια να με χτίσω. Για να βάλω ένα δήμιο που θα με κόβει κομμάτι - κομμάτι, ταπεινώνοντάς με, εξαθλιώνοντας με και τελικά αναγκάζοντάς με να προσφερθώ στις αγορές τους έναντι ευτελούς ποσού - κι όπου πιάσω την καλύτερη τιμή. Κάποιος απάνθρωπος φιλάνθρωπος θα βρεθεί να μ'αγοράσει. Βάζοντάς μου barcode στη σκέψη και στη κρίση. Να ξέρουν πότε θα'χω ξεφύγει, έστω και τεμαχισμένη. Θα'μαι επικίνδυνη για τα σχέδιά τους όπως και να'χει.

   Άρχισε να αναμασά τα λόγια του και να βγάζει άναρθρους ήχους. Χαράματα. Πλησιάζει η ώρα. Δεν ανησυχώ. Εκείνο κατάκοπο θα πέσει για ύπνο κι εγώ θα πάψω να βασανίζομαι ή να λυτρώνομαι. Μέχρι την επόμενη φορά που θα ξαναξυπνήσει και θ'αρχίσει πάλι το βιολί του πετώντας μου  φαρμακερά σάλια μέσα στα μούτρα μου και εκθειάζοντας με αλλαζονεία τις εξυπνάδες του.
   Κοιμήσου μισητό μου σχιζοφρενικό κυτταράκι. Ίσως τελικά μόνο εσύ να ξέρεις την αλήθεια.

Photoshop Brush by GlassBullet - DeviantArt








Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Δε σας φοβάμαι ρε...


    Απ'τις 5.30 το πρωί. Χτυπά επαναλαμβανόμενα, γιατί, πού να σηκωθώ με την πρώτη η γυναίκα. Εύκολο είναι; Βαράει και ξαναβαράει μέχρι που τα νεύρα μου γίνονται κορδέλες. Πάγια κατάσταση. Κάθε πρωί ή σχεδόν κάθε πρωί: Να σηκωθώ σαν άλλο νιογέννητο στραβό γατί και κουτουλώντας να κάνω ένα καφέ μήπως και καταφέρω κατά το ήμισυ να ζωηρέψω τα εγκεφαλικά μισοκαμμένα κυτταράκια μου. Συνήθως με τον καφέ θα προτιμήσω να ενημερωθώ διαδικτυακά ("μήπως ήρθε η συντέλεια όσο εγω κοιμόμουν;") και όχι τηλεοπτικά. Σχέση μίσους με το κονσερβοκούτι. Σχέση μίσους και με τους σαρδελλοπρωταγωνιστές του. Οπότε ρίχνω όλο το πακετάκι στην πυρά και ξεμπερδεύω.

'Εχω ένα μισάωρο μπροστά μου, ένα μισάωρο που το αφιερώνω πάντα στο πρωινό μου καφεδάκι. Ναι, όπως κι εσύ δεν μπορώ τα ζοριλίκια πρωί-πρωί. Ήρεμα πραγματα γιατί διαφορετικά φουσκώνει το ρέμα και τα παίρνει όλα αμπάριζα. Και δεν το σταματά και τίποτα. Μα τίποτα;

Τι λέγαμε; Ναι. Για το πολύτιμο μισάωρο! Εκείνο που μέχρι πρότινως το απολάμβανα - κυριολεκτικά. Μέχρι πρότινως, γιατί σαν κάτι ν'άλλαξε χρώμα τελευταία. Προς το σκούρο του. Το πολύ σκούρο του. Ανοίγω lap λοιπόν και ξεκινώ να ξεστραβώνομαι (δήθεν). Παντού τα ίδια.  Και κάθε μέρα τα ίδια. Οκ...ναι, έχεις δίκιο...με μικρές παραλλαγές που σχεδόν πάντα εχουν να κάνουν με τη μέτρηση του βάθους που θα μπει μια τεράστια αγριοχερούκλα στην τσέπη μου. Συνήθως στην κωλότσεπη, γιατί έτσι νιώθω σε κάθε εξαγγελία. Η μέρα της μαρμότας. Έχω φτάσει ν'αναρωτιέμαι πόσο βάθος έχει πια εκείνη η ρημάδα η τσέπη μου και γιατί η δικιά μου η χερούκλα ποτέ δεν φτάνει τόσο βαθιά. Καθημερινά.

Αφού λοιπόν πληροφορηθώ πόσα σαντιμέτρ θα μειωθεί το οικογενειακό μου μπάτζετ, αφού μπω στη διαδικασία της κακόμοιρης ξεπουπουλιασμένης μαργαρίτας (χρεωκοπούμε-δε χρεωκοπούμε-χρεωκοπούμε...), αφού αναλύσω Τρόικες, πρασινοκυβερνήσεις και ΔΝΤ μαζί με είκοσι διαφορετικές απόψεις επίδοξων οικονομολόγων και αφού  τα αποθηκεύσω όλα αυτά και άλλα μαζί στα όπισθεν του εγκεφάλου μου, σηκωνομαι λίγο βαρύτερη να ριχτώ στη βιοπάλη. Μη φανταστείς οτι είναι τίποτα σίγουρο η δουλειά μου, ανήκω κι εγω στους απλήρωτους συμβασιούχους. Συγκεκριμένα από τον Γενάρη του 11 έχω να βάλω μέσα στο σπίτι λεφτά. Αλλά δουλεύω. Από τις 7 και όσο πάρει. Μόνο εγώ δεν παίρνω. Και παίζει αν θα πάρω.

Με το που ξεκινάει η δουλειά, από το πρώτο δεκάλεπτο, η μόνιμη συζήτηση είναι το χάλι μας το μαύρο. Λεφτά, που θα βρούμε τα λεφτά, που δεν υπάρχουν λεφτά, τα λεφτά, λεφτά υπάρχουν, δε φτάνουν τα λεφτά, θέλουν λεφτά, λεφτά, λεφτά, λεφτά. Μας κατεστρεψαν, καταστραφήκαμε,θα μας καταστρέψουν, θα πεινάσουμε, πεινάμε, πεινούσαμε και θα ξαναπεινάσουμε. Που θα βρούμε δουλειά, δουλεύουμε αλλά δεν πληρωνόμαστε (τι μου λες τώρα...),δεν υπάρχουν δουλειές, υπάρχουν δουλειές αλλά πάνε χέρι με χέρι, μας δουλεύουνε, δουλευόμαστε γενικώς. Και μεσα στ'αυτιά μου μαζί με τον χτύπο της συστολικής πίεσης χτυπάνε ουσιαστικά και ρήματα. Τα ίδια που διάβαζα το πρωί, στο πιο λαϊκό τους. Όλα αυτά επί 15 -περίπου- φορές. Κανονική πλύση εγκεφάλου. Στο καυτό πρόγραμμα.

Γύρω στο μεσημέρι μαζεύω γάζες, πιεσόμετρα, οξύμετρα και τα κομμάτια μου και ανηφορίζω για μάθημα. Ναι, κάνω και μαθήματα. Γιατί όλα τα είχε η Μαριορή ήθελε και το φερετζέ. Δε βαρυγκομώ μικρέ μου φίλε, επιλογή μου ήταν και το καταδιασκεδάζω (πριν την εξεταστική). Νέος γύρος: Αλλαγή στον νόμο, μονα-ζυγά εξάμηνα, δεν υπάρχουν καθηγητές να καλύψουν τα μαθηματα, συγγράμματα με την μέθοδο της (παραπάνω) μαργαρίτας, πληρώσαμε και το πάσο μας. Ναι, το πληρώσαμε! Δεν χρειάστηκε να τρέξω για τραπεζικό δάνειο, αλλά, ναι, το πληρώσαμε. Κι όλα αυτά γιατι; Γιατί δεν υπάρχουν (τα λεφτά ντε!). Και να οι απεργίες και με το δίκιο τους. Και οι τσάμπα βενζίνες Μασταμπάς-ΤΕΙ-Μασταμπάς. Και οι ώρες οι χαμένες. Και να που εχω αρχίσει να τρέμω μήπως μου στερήσουν οι βλαμμένοι το εξάμηνο με τον βομβαρδισμό των περικοπών που εφαρμόζουν άρδην.

Μάθημα ή όχι μάθημα θα γυρίσω στη φωλίτσα μου (άγνωστη η ώρα επιστροφής). Κι επιτέλους θα δω και τον άντρα μου (ήηηηρωας για ποικίλους λόγους!!) που με ταΐζει  όλο αυτό το καιρό με τον -μισό- μισθό του. Δε λέω με ντύνει, θα ήμουν υπερβολική. Γιατί τα  ψώνια τα έχουμε ξεχασει.

Πριν την εισοδο της φωλίτσας, οδοφράγματα! Λογαριασμοί: ΔΕΗ, ΟΤΕ, τράπεζες, νερά και άλλα κερατιάτικα. Κεφαλικός φόρος. Πονοκέφαλος. Κόπηκε για άλλη μια φορά ένα ουχί αμελητέο ποσό απ'το 15νθήμερο. Πονοκέφαλος. Τι θένε αυτοί οι άχρηστοι να βυζάξουν από 'μας; Ημικρανία! Τι πληρώνουμε; Τόσα. Τι μένει; Τόσα λίγα. Ωραία, τι δε θα πληρώσουμε; Χα. Ετσι πάει.Γιατί κάποιος απ'όλους μας πρέπει να ζήσει. Και αυτός που θα ζήσει (όπως ζήσει) θα είναι η οικογένειά μου. Πάμε παρακάτω.

Τι άλλα έξοδα; Παιδιά δεν έχουμε, ενα γατί μονο γυρίζει ανάμεσα στα πόδια μας που δεν μπορώ να πω οτι μας ρημάζει τον προϋπολογισμό. Συνεπώς δεν το κόβω. Τα αυτοκίνητά μας παλιά, συνεπώς δάνεια τέτοιου είδους γιοκ - μόνο οτι χρειάζεται για τη συντήρησή τους και τα ρημάδια τα τέλη (ποτέ δεν κατάλαβα που πάνε αυτά τα λεφτά), ενοίκιο -δόξα σοι- δεν έχουμε, το έξω για διασκέδαση το εχουμε ξεχασει...α!! και πετρέλαιο δεν έχουμε! Πάει κι αυτό! Τέλος. Το τεπόζιτο κάνει αντίλαλο άμα του μιλήσω. Και δεν σκέφτομαι να το ταϊσω ακόμη. Μπααα! Και τα στραβά: φαϊ, κάνας γάμος (θα τους κόψουμε κι αυτούς) και ίσως κάποιο καφεδάκι στο χέρι όταν δεν θα την παλεύουμε όλη μέρα εκτός σπιτιού. Ημερομηνία λήξης: Δεκέμβριος 2011. Μετά θα είμαστε κι οι δύο άνεργοι. Πιθανόν και χωρίς το δικαίωμα επιδόματος από τον ΟΑΕΔ.

Sweet Home λοιπόν! Κάτι για φαγητό (όσο υπάρχει θα τρωμε, μετά θα κάνουμε εκείνη την πολυπόθητη δίαιτα που ποτέ δεν αρχίσαμε) και  να χαλαρώσω λίγο μεχρι να ξεραθώ στον ύπνο. Είπαμε, τηλεόραση γιοκ. Οπότε μένει το διαδίκτυο. Ωιμέ.

Ξανά μια από τα ίδια. Παραμύθια σε Διεθνείς Νομισματικές δόσεις, γκρίνια, ξεσκεπασμένες λαμογιές, τρεις το λάδι - τρεις το ξύδι, το καλάθι της νοικοκυράς είναι άδειο-μα το δικό τους των απλυτων τίγκα, πλεκτάνες, καναπέδες, αγανακτισμένοι, δήθεν αγανακτισμένοι, ξύλο, κουκουλοφόροι, πραγματικοί επαναστάτες και επαναστάτες-να'χαμε-να-λέγαμε, τι μας μένει, τι θα μας μείνει, τι δεν θα δώσουνε. Και κυρίως τι θα πάρουνε. Γιατί εδώ και κάτι χρόνια μας ζητάνε να τους δώσουμε. Γιατί -λέει- μαζί τα φάγαμε. Πότε ρε; Εγώ πάντως είμαι σταθερή και στα κιλά μου και στις καταθέσεις μου. Αύξηση : Null.-

Κλείνω το lap. Μάλλον με φασαρία γιατί γύρισε το στεφάνι μου και με κοίταξε απορημένο.

Ανιχνεύω που μπορεί να έχει κρυφτεί το χιούμορ μου. Τους βαριέμαι ώρες-ώρες και τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά. Πολλές φορές πιστεύω πως όλο αυτό είναι ένα ψυχολογικό παιχνίδι πάνω στη καμπούρα μας. Ένα τεστ αντοχής ή εξαφάνισης. Βαριέμαι να τους ακούω μα και να τους βλέπω να ανατρέπουν τα πάντα με γεωμετρική πρόοδο και μαζί και τη ζωή μου. Βαριέμαι να με βάζουν στο τσουβάλι μαζί μ'εκείνους που θα φύγουν νύχτα. Βαριέμαι και τσατίζομαι.

Ανασύρω τις πληροφορίες μου και τις επεξεργάζομαι - θέλω, δε θέλω. Όμοιες πληροφορίες με εκείνες της προηγούμενης επεξεργασίας. Μονότονες και απειλητικές. Πληροφορίες που προέρχονται από ανάξιους ανθρώπους να εκπροσωπήσουν το είδος μας. Από ανθρώπους που γονάτισαν, θα γονατίσουν ή θα προσπαθήσουν να μας γονατίσουν. Δεν γίνεται αυτό μικρέ μου φίλε. Πάλεψα και παλεύω στη ζωή μου για τη ζωή μου. Για να έχω ζωή. Προσπάθησα και προσπαθώ κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη με αξιοπρέπεια. Δεν έκανα ποτέ μεγάλη ζωή,μόνο ζωή έκανα. Δεν έχω να στερηθώ μαγικούς κόσμους. Μόνο που να... δε γίνεται να νιώθω σαν πρόβατο που οδηγείται στη σφαγή σα βλαμμένο. Όχι γιατί φοβάμαι τα μαχαίρια τους. Μα γιατί έχω να απολογηθώ στον εαυτό μου. Σ'αυτόν που μια ζωή πάλευε και τον πάλευα. Και δεν θα επιτρέψω και στους δυό μας να πέσουν. Νύχτωσε. Μολών λαβέ.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Aκτίνες κοβαλτίου...


Δίψασαν τα μάτια σου για φως
σαν γη που εκλιπαρεί για την πρώτη φθινοπωρινή βροχή.
(Εκείνη που προσμένεις κι εσύ χωρίς να το ξέρεις
μηπως δροσερέψουν οι δαιδαλώδεις διαδρομές του νού σου...)

Μέτρησες. Τι μέτρησες; Ανθρώπους; Συναισθήματα;
Τι έδωσες; Τι πήρες;
Συμπεριφορές σκοτωμένες σε μια ξαφνική μετωπική.
(Σύρε να μαζέψεις τα θρύψαλα ή χόρεψε πάνω τους και καν'τα σκόνη...)

Μάζεψες την ζωή σου σε μια τσέπη.
Μόνο τα απολύτως απαραίτητα.
(Πόσες φορές αναθεώρησες τα "απολύτως απαραίτητα";)

Μέτρησες τον πλούτο σου στα σκοτεινά
σαν φιλάργυρος ξεδοντιάρης γέρος.
(Τι σου λείπει; Όλα μέσα σου είναι. Ρίξε φως.)

Δεν μπορείς πια. Κουράστηκες να αναλώνεσαι.
Δεν αντέχεις την άσκοπη φθορά.
(Φθορά ή εμπειρία;)

Μίλησες πολύ. Παραπάνω από όσο ήθελες.
Μέχρι να μάθεις που πρέπει να σταματας.
(Και σε ποιον να μιλάς.)

Μετάνιωσες.Σιγά το πράγμα.
Έπρεπε να σε είχαν μάθει να αποδέχεσαι τα λάθη σου.
(Και  να κάνεις αυτοκριτική.)

Προσδοκάς την γαλήνη που θα νιώσεις
όταν γύρω σου τα ανθρώπινα όρνια
θα ξεσκίζουν τις σάρκες των ανθρωποθηρίων.
(Ποιος θα 'ναι ο νικητής;)

Ονειρεύεσαι την ηρεμία του καιρού που θα΄ρθει.
Δε θα΄ρθει. Ποτέ δεν ήρθε για κανέναν.
(Η Πανδώρα σου στέλνει το πιθάρι της όταν δεν το περιμένεις.)

Παρατηρείς την πτώση κι ανατριχιάζεις.Των άλλων.
Τα βράδυα σε βρίσκουν να παρακαλείς τον Θεό σου
να σ'εξαιρέσει από την λαίλαπα.
(Ποιος είσαι εσυ;)

Κλαις σιχτιρίζοντας την μοίρα σου.Κλαψε.
(Μα σταμάτα να μεμψιμοιρείς ανόητε!Με κουράζεις.)

Κατρακύλησες.Ξανανέβα.
(Έχεις χέρια, πόδια και νου. Κι αν έσπασες τα γόνατά σου, αγάπησέ τα.
Θα σου θυμίζουν τι να μην ξανακάνεις.)

Παρηγορείσαι.
Στα ένοχα μάτια ενός παιδιού.
Στη μυστικοπάθεια του μουχρώματος.
Στην επιβλητικότητα της θάλασσας.
Σ'ένα ποτήρι κρασί.
Στη σοφία του γέροντα.
Στο ανεκτίμητο χάδι της μάνας.
Σε μια σταγονα αίμα και σε μια θάλασσα δάκρυ.
Στην πρώτη κατακόκκινη πασχαλίτσα της άνοιξης.
Στην ομορφιά της ασχήμιας.

Ζήσε μαλάκα. Δεν θα είσαι εσύ η εξαίρεση.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Μη με σπάσεις...


Αφορμή στάθηκε μια κουβέντα. Πόσο πολύ μπορεί να σε πονέσει ένας φίλος. Χρόνια στη ζωή σου γιατί τον διάλεξες και εκείνος συμφώνησε. Μα αλλάζει ο καιρός, αλλάζει ο άνθρωπος. Ή αποκαλύπτεται. Ή διαμορφώνεται ανάλογα με τη δική σου συμπεριφορά.

Άλλοτε καταλαβαίνεις απ'την αρχή πως ταιριάζουν τα άυλα  κύτταρα της ψυχής σας. Άλλοτε χρειάζεται χρόνος για να καταφέρετε να γίνετε ένα. Ή νομίζεις πως γίνατε ένα. Ξεγελάστηκες ή νομίζεις πως ξεγελάστηκες;

Εν αρχή, όλα όμορφα. Σαν ερωτευμένες καρδιές χαραγμένες στην άσπρη άμμο. Δεν μπορείς στιγμή χωρίς την αδελφή ψυχή σου κι άν μπορέσεις, λαχταράς πότε θα καταφέρεις να μοιραστείς την παραμικρή εμπειρία που είχες όσο δεν ήσασταν μαζί. Τα πάντα. Από τα πιο γελοία μέχρι τα πιο σπουδαία. Όλα γίνονται σπουδαία άλλωστε όταν τα μοιράζεσαι. Ψάχνεις ευκαιρίες - καφές, μπύρα, ψώνια, τίποτα.  Όλα είναι ευκαιρία, αρκεί να μιλήσεις. Να πείς. Μα να ακούσεις το σκέφτηκες ποτέ;

Παίρνει άλλη διάσταση το γέλιο, άλλη το κλάμα, η λύπη και η απογοήτευση. Μόνο να νιώσεις το χέρι του στον ώμο σου. Ή την καλή του την κουβέντα. Αυτή τη φιλία σου μάθανε, αυτή αποζητάς.

Κάθε στιγμή μαζί του είναι ξεχωριστή. Έχεις ανάγκη να είσαι μαζί του. Μ'όποιον κι αν είσαι. Αν είναι κι αυτός κυλάει διαφορετικά ο χρόνος. Αναζητάς τις σιωπηλές κουβέντες, αυτές που λέγονται μόνο με τα μάτια ή το σιγανοψυθιρισμένο σχόλιο, μη σας ακούσουν οι υπόλοιποι. Δεν θα καταλάβουν, έχετε δικό σας κώδικα επικοινωνίας πίσω απ'τον αδιαπέραστο αόρατο τοίχο που έχετε ορθώσει στους άλλους. Κανείς άλλος δε χωράει. Κανείς δεν είναι ικανός να μαγαρίσει αυτή τη μοναδική σχέση. Εσύ όμως;

Και τα χρόνια περνούν. Αθόρυβα. Ο,τι και να σου συμβεί το έχεις μοιραστεί μαζί του.  Το έχεις;

Ο,τι και να χρειάστηκες ήταν εκεί κι έκανε τα πράγματα πιο εύκολα στεγνώνοντας τα δάκρυα της ψυχής σου με τη γλώσσα του. Εσύ ήσουν;

Πίστεψες στην ανιδιοτέλεια. Μα μόνο στη δική του. Η δική σου πνίγηκε από τότε που έκοψες τον ομφάλιο λώρο σου.

Έχεις ανάγκη. Τι;

- Να με κανακέψει, να με ακούσει, να μου χαϊδέψει τα αυτιά, να περάσω καλά, να υπερηφανευτώ, να ξεχαστώ, να δείξω πως υπερισχύω, να τον βγάλω άχρηστο, όλα...όλα είναι δικά μου...

Έχεις ανάγκη να ασελγήσεις πάνω στη ψυχή του, πάνω στην αγάπη του και την αξιοπρέπειά του και να σηκωθείς το πρωί μαζεύοντας βιαστικά τα ρούχα σου: "Ξαλάφρωσα..." να πεις, κλείνοντας άλλη μια φορά την πόρτα πίσω σου. Να κλείσεις την πόρτα στον καθρέπτη σου, στη μαύρη ψυχή σου - έτσι εγωϊστής ήσουν πάντα. Είσαι σίγουρος πως έκλεισε;

Πάντα μένει κάτι, μια χαραμάδα, μια κλειδαρότρυπα. Και πάντα κάποιος - αργά ή γρήγορα - μεταμορφώνεται σε φως και μπαίνει μέσα στα σκοτάδια σου. Κι αυτός συνήθως είναι εκείνος που τόσα χρόνια (επιμελώς νομίζεις) του κρύβεσαι. Εκείνος που είναι ακατόρθωτο πια να του κρυφτείς γιατί σιωπώντας σε διάβαζε. Χωρίς να παραπονεθεί, χωρίς να σχολιάσει, χωρίς να σου χαλάσει το όνειρο. Ως εδώ.

Δεν πάει παραπέρα. Όσο κι αν λένε οι φιλοσοφημένοι πως οι σχέσεις δεν είναι εμπόριο κάνουν λάθος. Εμπόριο είναι. "Σου'δωσα και θέλω να μου δώσεις. Δεν γίνεται να αγαπώ τον τοίχο. Αν γινόταν, τουλάχιστον θα τον χρωμάτιζα με τα χρώματα που εσύ σιχαίνεσαι. Σου'δωσα αγάπη και απαιτώ -όχι να μ'αγαπήσεις- μα να με σεβαστείς. Το πρώτο κι αναφαίρετο δικαίωμα στην φιλία. Ναι, σ' εκείνη τη φιλία που δεν σ'έμαθαν. Σ' άκουσα και θα μ'ακούσεις. Μ'έχεις ανάγκη μα πονώ κι εγώ. Σκύψε πάνω μου και νιώσε. Μπορείς; Θες;"

Κι αλλάζουν όλα. Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν οι ανθρώποι. Αλλάζουν τα λόγια, γίνονται πιο σκληρά. Οχι. Γίνονται αληθινά. Κάτι που δε σ'αρέσει. Και (ως δια μαγείας;) δεν σ'αρέσει τίποτα πια πάνω του. Παραγνωριστήκατε νομίζεις. Λάθος. Απλά, γνωριστήκατε.

Δεν τον έχεις ανάγκη πιά. Τα ξέρεις αυτά που σου λέει, πάσχιζες τόσο καιρό να τα χτίζεις μέσα στους τοίχους σου. Δεν χρειάζεσαι έναν άνθρωπο να σε ξεγυμνώνει. Δεν σ' αρέσει να σε ξεγυμνώνουν. Ντρέπεσαι. Γι'αυτό που είσαι;

" Αδερφή ψυχή. Σκατά! "

Στα μούτρα σου. Έτσι είναι. Έτσι είναι οι αδερφές ψυχές ρε άχρηστε. Να σε βλέπει όπως είσαι (κι οχι όπως θες εσύ) και να σε αποδέχεται σεβόμενος την προσωπικότητά σου. Να σου πει το στραβό σου (γιατί κάποιος πρέπει να στο πεί) όχι από κακία ή από αρρωστημένη επιθυμία να σε κρίνει, μα από αγάπη. Μπας και κάτι στρώσεις. Όχι για εκείνον μα για σένα. Να νιώθεις και την δικιά του ανησυχία, τις δικές του λευκές νύχτες -ναι, εκείνες που σφάζουν μαλακά, όπως το χαρτί. Να είσαι εκεί. Όπως πρέπει να είσαι, χωρίς να λογαριάζεις αμα σου κάνει κέφι.  Να δωθείς. Ολοκληρωτικά και αληθινά. Ειλικρινά. Να μην έχεις να μοιράσεις τίποτα άλλο πέρα από την ψυχή σου. Να τον αγαπήσεις, όχι όπως έμαθες, μα όπως πρέπει.

Το ξανασκέφτεσαι; Ναι, ξέρω, κάτι δεν πάει καλά.

Να σε βοηθήσω, όπως με βοήθησαν κι εμένα όταν ακόμη ήμουν μικρό παιδί:

"Μπορείς, παιδί μου, να χαρείς πραγματικά με την χαρά του φίλου σου; Τότε είστε φίλοι..."

Έσπασες; Δεν πειράζει. Εσύ έριξες την γροθιά στο τζάμι.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Μάταλα: Η Πραγματική Ιστορία.

Αυτή τη φορά το Trash & Treasures φιλοξενεί μια σειρά άρθρων του Μ.Νταλούκα που δημοσιεύτηκαν στο www.mediasoup.gr σχετικά με την ιστορία των Ματαλων και των χίπιδων. Πόσοι από μας την γνωρίζαμε πραγματικά; Μήπως απλά σπεύσαμε να πάμε στο πανηγύρι;

Οι πρώτοι στις Σπηλιές των Ματάλων


Τα Μάταλα, στην αρχή, ήταν γνωστά μόνο σε πολύ λίγους «παράξενους» νεανίες του εξωτερικού, που –από διάφορους λόγους-απογοητευμένοι η κυνηγημένοι, έφευγαν από τις πατρίδες τους, αναζητώντας την «περιπέτεια» και «το ουσιαστικό νόημα της ζωής», δηλαδή την Αλήθεια. Οι πρώτες παρέες χίπιδων (και μπητνίκων) θα πρέπει να πήγαν εκεί γύρω στα 1965. Τους είχαν προσελκύσει οι σπηλιές, που είχαν λαξέψει στα βράχια της περιοχής, οι προϊστορικοί κάτοικοι του νησιού, στη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής. Οι σπηλιές των Ματάλων, κατά την Ρωμαϊκή Κατοχή, είχαν χρησιμοποιηθεί και σαν τάφοι, αλλά οι χίπις συντονισμένοι με το ανιμιστικό πνεύμα, δεν είδαν τάφους αλλά τα ιδανικά χίπικα σπίτια. Έμεναν εκεί (μικρές παρέες, ζευγάρια, ακόμη και οικογένειες) σαν πρωτόγονοι, χωρίς ανέσεις. Αν και (οι περισσότεροι από τους χίπις) είχαν σπουδαία παιδεία και αξιοζήλευτες γνώσεις, δεν ήθελαν να έχουν καμία επαφή με τον μίζερο, ανιαρό, καταναλωτικό τρόπο ζωής. Έμεναν, τον χειμώνα με παρδαλά, μπήτνικα ή freak ρούχα, μερικοί με προβιές, και το καλοκαίρι ημίγυμνοι (μερικοί μες στις σπηλιές και γυμνοί), επιδιώκοντας να γίνουν Πρωτόπλαστοι, «Children of God» να ενωθούν με την Μητέρα Φύση.


Σε μία φωτογραφία, βλέπουμε νεαρό ζευγάρι σε σπηλιά. Το αγόρι που κρατά την κιθάρα μπορεί να είναι κάποιος αργότερα γνωστός μουσικός. Πάρα πολλοί οι γνωστοί μουσικοί που έζησαν στις σπηλιές. Από τον δικό μας τον Πουλικάκο μέχρι την Joni Mitchell. Η φωτογραφία μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσαν λάμπες πετρελαίου για να έχουν φως. Άλλες φωτογραφίες δείχνουν καλά γκαζιέρες και τηγάνια και κατσαρόλες. Οι χίπις μαγείρευαν κυρίως ψάρια που ψάρευαν αλλά και τρόφιμα που αγόραζαν από το χωριό. Για να έχουν χρήματα για τις λίγες αυτές αγορές, δούλευαν στα χωράφια του κάμπου.


Μία φωτογραφία, δείχνει νεαρή χίπισα να ζωγραφίζει τα τοιχώματα της σπηλιάς. Με τέτοιες ψυχεδελικές ζωγραφιές, εξέφραζαν στον δικό τους κώδικα, τα συναισθήματά τους και πως έβλεπαν τον κόσμο. Μερικοί σπουδαιότατοι ζωγράφοι έζησαν στις σπηλιές, όπως ο Richard Titlebaum. Μέχρι και το καλοκαίρι του 1968, οι λίγοι χίπις ζούσαν ανώνυμοι και ανενόχλητοι. Σχεδόν όλοι οι Κρητικοί τους αγαπούσαν. Όμως υπήρξαν και ελάχιστες εξαιρέσεις.


Οι πολέμιοι

Πρώτος που εξεγείρεται κατά των χίπιδων, είναι ο Μιχαήλ Ι. Βάμβουκας, ο οποίος αν και νέος, σκανδαλίζεται από τα μπικίνι των πανέμορφων κοριτσιών στα Μάταλα. Τι σκανδάλισε τον Βάμβουκα, ο οποίος αργότερα φθάνει σε υψηλότατα αξιώματα της Κρητικής Πολιτείας; Η ομορφιά. Δεν την άντεξε ο άνθρωπος και αρχίζει και στέλνει επιστολές στην κρητική εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ ζητώντας να απομακρυνθούν οι «χυδαίοι». Σε μία από τις επιστολές αναφέρει ότι έγινε πυρ και μανία όταν ….

«…όταν είδα τα μικρά παιδιά του χωριού ,,,να ερευνούν με τα αχόρταγα και ερευνητικά τους ματάκια τας νεαράς (με τα μπικίνι)…πόσα άραγε ερωτηματικά εγεννήθησαν εις την ψυχήν των αθώων αυτών υπάρξεων; Πόσοι ψυχικοί τραυματισμοί καθ ην στιγμήν βλέπουν ότι μεγάλοι κυκλοφορούν ασύστολα, ενώ εκείνα παρατηρούνται όταν εν τη παιδική των αφελεία σηκώσουν το φουστανάκι τους» (ΠΑΤΡΙΣ, 14 Αυγ 1965)

Εν κατακλείδι, ο διαμαρτυρόμενος παιδαγωγός, προτείνει να απομακρυνθούν από την Κρήτη οι ανεπιθύμητοι «αλητοτουρίστες». Δυστυχώς για τον Βάμβουκα, η εφημερίδα δεν συμμερίζεται τις απόψεις του (Μπράβο στην Εφημερίδα!) και έτσι ο Βάμβουκας προσπαθεί να ξεσηκώσει τους χωρικούς των Ματάλων. Όμως και οι χωρικοί δεν ξεσηκώνονται διότι δεν ενοχλούνται.

Αλλά ενώ ο Βάμβουκας δεν καταφέρνει να απομακρύνει τους χίπιδες από την Κρήτη, καταφέρνει με ένα περίεργο τρόπο να ενισχύσει το χίπικο κίνημα και να κάνει τα Μάταλα διάσημα σε όλο τον κόσμο. Διότι λέγεται ότι, ο Βάμβουκας εν τη απελπισία του καταφεύγει στον Δεσπότη της περιοχής. Με «κατάλληλες» περιγραφές τον πείθει ότι κινδυνεύει η Ορθοδοξία. Και ο Άγιος αυτός Άνθρωπος, ο Μητροπολίτης Τιμόθεος (που αργότερα έγινε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης) παρασυρμένος, βγάζει εγκύκλιο (Ιούνιο του 1968) με την οποία κηρύσσει ανένδοτο αγώνα κατά των χίπιδων. Η εγκύκλιος αυτή δημοσιεύεται και από εφημερίδες της Αθήνας. Τα νέα φθάνουν στο εξωτερικό και ένα περιοδικό, παγκόσμιας κυκλοφορίας, το Life, στέλνει δημοσιογράφο για ρεπορτάζ στα Μάταλα ώστε να διαπιστωθεί τι συμβαίνει.

Η Παρουσίαση στο περιοδικό Life


Τον Ιούλιο του 1968, το τεύχος του αμερικανικού περιοδικού Life, κυκλοφορεί με εξώφυλλο που έδειχνε ένα νεαρό ζευγάρι σε μια από τις σπηλιές των Ματάλων. Μέσα υπάρχει ένα πολύ καλό ρεπορτάζ του Thomas Thompson που συνοδεύεται από εκπληκτικές φωτογραφίες του Denis Cameron.

Όλος ο κόσμος διαβάζει για τα Μάταλα. Οι απανταχού χίπις, πληροφορούνται για τον επίγειο Παράδεισο, για τις προϊστορικές σπηλιές και την υπάρχουσα κοινότητα των συναδέλφων.

Έτσι λοιπόν από τον Βάμβουκα ενεργοποιείται ο Δεσπότης. Από τον Δεσπότη, ενεργοποιούνται οι δημοσιογράφοι στην Αθήνα.Από αυτούς το περιοδικό Life και τελικά…τα Μάταλα γίνονται σε μία μέρα διάσημα.

Τώρα, εκ περάτων της γης στρατιές χίπιδων καταφθάνουν, οι σπηλιές όλης της περιοχής γεμίζουν από παιδιά και το άσημο ψαροχώρι, μετατρέπεται σε πρωτεύουσα του παγκόσμιου χίπικου κινήματος.


Κοιτάζω αυτή την κοπέλα με το γατάκι και την κίτρινη πουκαμίσα. Είναι η Taryn Power, ένα παιδί των Λουλουδιών. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν από 41 χρόνια και ήταν το εξώφυλλο του περιοδικού ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ (Μάρτιος 1970) αφιερωμένο στα Μάταλα! We are stardust. We are golden. And we've got to get ourselves back to the garden.Αλλά ας έρθουμε στην συνέχεια της πραγματικής ιστορίας…

Η Καταιγίδα πλησιάζει
Το Καλοκαίρι του 1969, η κρητική εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ που διευθύνεται από τον Αριστοτέλη Γραμματικάκη παίρνει θέση κατά των χίπιδων  στα Μάταλα. Τους χαρακτηρίζει «βρωμερούς», «ανισόρροπους» και «ανώμαλους». Σε ανυπόγραφο κεντρικό άρθρο, στις 17 Ιουλίου, η εφημερίδα διατυπώνει την άποψη, πως «οι χίπιδες έχουν σκοπό να δημιουργήσουν το τρίτο φύλο». Ο ανώνυμος ρεπόρτερ, ισχυρίζεται ότι πήγε στα Μάταλα και συνάντησε τον ηγέτη της χίπικης παροικίας, και ότι ο ηγέτης του αποκάλυψε…

«ο βασικότερός μας στόχος είναι να δημιουργήσουμε το τρίτο φύλο»

Σε άλλα άρθρα της ίδιας χρονιάς, η εφημερίδα επιτίθεται κατά των απανταχού χίπιδων, γράφει για τους «ανεγκέφαλους» που κυλιούνται σε λάσπες, θεωρεί το φεστιβάλ του Γούντστοκ «μεγάλο κατάντημα», και άλλα τέτοια γραφικά και ανυπόστατα που μπορούσαν να προκαλέσουν όμως –στους φιλόξενους κρητικούς που αγαπούσαν τους χίπιδες- την αίσθηση ενός κινδύνου. Είναι φανερό ότι η εφημερίδα θέλει να τρομοκρατήσει τους γονείς, υποβάλλοντάς τους την ιδέα, πως τα παιδιά τους κινδυνεύουν να γίνουν ομοφυλόφιλα από τους χίπις στα Μάταλα.

Ποιος άραγε κρύβεται πίσω από τα ανώνυμα αυτά άρθρα; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε σίγουρα. Εκείνο όμως που μπορούμε να πούμε με σιγουριά, είναι ότι αυτά τα κατάπτυστα άρθρα, προκαλούν αστυνομικές επεμβάσεις. Ο Εισαγγελέας Ηρακλείου Μιχάλης Τσεβάς διατάζει έρευνα στις σπηλιές των Ματάλων. Ο Διοικητής Ασφάλειας Ηρακλείου με αστυνομική δύναμη αρχίζει να κάνει αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις ημέρα και νύχτα. Ήθελαν να εξακριβώσουν αν μέσα στις περίφημες σπηλιές γίνονταν όργια και εάν προετοιμαζόταν εκεί, η «καταστροφή της Κρήτης», δηλαδή το επαπειλούμενο «τρίτο φύλο».
Αλίμονο, εργαστήρια κατασκευής τρίτου φύλου, οι αστυνομικοί  δεν βρήκαν, βρήκαν όμως μερικούς που στα σακίδιά τους είχαν το χόρτο το λεγόμενο «γελαστό» ή «φευγάτο» και αυτούς τους συνέλαβαν και τους πέρασαν από δίκη.
Υπήρξαν δεκαεπτά συνολικά καταδίκες.

Το «Συνέδριο» των Χίπις
Τα πράγματα επιδεινώνονται περισσότερο τον Φεβρουάριο του 1970.  Τότε συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Ένας κρητικός, ο Νίκος Αγγελής, δημοσιεύει στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ, ένα πολυσέλιδο ρεπορτάζ για τους χίπις στα Μάταλα, και ρίχνει την είδηση βόμβα…

«ένα μεγάλο Συνέδριο Χίπις από όλο τον κόσμο οργανώνεται στα Μάταλα. Οι χίπις θα συγκεντρωθούν εκεί την Άνοιξη, για να ξεκαθαρίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα…» (ΕΠΙΚΑΙΡΑ,13 Φεβρ 1970)


Ο ίδιος δημοσιεύει την ίδια είδηση στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ (14 Φεβρ 1970).
Η είδηση ήταν ψεύτικη. Συνέδριο δεν υπήρχε. Το ρεπορτάζ αυτό λειτούργησε προβοκατόρικα, έριξε λάδι στη φωτιά και έκανε έξαλλο τον Δεσπότη στην Κρήτη, που αμέσως έγραψε πύρινα άρθρα στο εκκλησιαστικό περιοδικό ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ , από τα οποία, ενδεικτικό απόσπασμα  αναφέρω…

«Αφήσαμε κι εφύτρωσε στον τόπο μας ένα κακό δέντρο. Ο Χιπισμός….Ζητούμε να σταματήσει το συνέδριο, να κλείσουν οι αρμόδιοι τις σπηλιές, να περιφράξουν τον τόπο, να τους διώξουν από εκεί…» (Μητροπολίτης Τιμόθεος. Εκκλησιαστικό περιοδικό ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ τευχ 83, Φεβρ 1970)

Γιατί άραγε το έκανε αυτό ο Αγγελής; Ήταν το πάθος του να γίνει δημοσιογράφος; Ή μήπως υπήρχαν άλλοι λόγοι; Και ποιος ήταν πραγματικά ο Αγγελής; Μήπως, πίσω από αυτόν, κρύβονταν κάποιοι άλλοι;

Ο Στέλιος Ξαγοραράκης
Ο πόλεμος είναι ακόμη κλεφτοπόλεμος. Επίσημη απόφαση για απομάκρυνση των χίπιδων από τις σπηλιές δεν υπάρχει. Όμως δεν σταματούν να χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου. Στις αρχές του 1970, ένας κρητικός που ζούσε στα Μάταλα, ο Στέλιος Ξαγοραράκης, προσπαθεί να φέρει την ειρήνη.

Ο  Στέλιος Ξαγοραράκης στο θρυλικό Mermaid Cafe

Ο Ξαγοραράκης έχει το Καφενείο (που λειτουργεί και σαν εστιατόριο) Mermaid Café στα Μάταλα. Φεύγει λοιπόν από εκεί και πάει στο Ηράκλειο και βρίσκει τον Γραμματικάκη τον εκδότη της εφημερίδας ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ. Του λέει ότι όσα γράφτηκαν περί «τρίτου φύλου» είναι ψέματα, ότι ούτε τρελοί, ούτε βρωμεροί είναι οι χίπιδες. Του αναφέρει περιπτώσεις παιδιών που ζουν στις σπηλιές και έχουν τελειώσει το Harvard. Όμως αυτά τα επιχειρήματα δεν αρκούν και ο Ξαγοραράκης το ξέρει. Το βασικό του επιχείρημα το αφήνει για το τέλος. «Κύριε Γραμματικάκη…» του λέει «…έχετε σκεφτεί τι πάμε να πάθουμε; Αυτά τα παιδιά ήδη γράφουν γράμματα στις πατρίδες τους για όσα αντιμετωπίζουν. Έχουν μια φωνή που μπορεί να σκοτώσει την Κρήτη. Αν οι εφημερίδες του εξωτερικού μας χαρακτηρίσουν βάρβαρους, ποιος τουρίστας θα έρθει ξανά στο νησί μας; Αξίζει λοιπόν στο όνομα της όποιας ηθικής να καταστρέψουμε τουριστικά την Κρήτη;»

Ο Αριστοτέλης Γραμματικάκης, όπως ο ίδιος ομολογεί αργότερα με άρθρο στην εφημερίδα του, πείθεται. Αντιλαμβάνεται ότι με αυτή την συμπεριφορά κινδυνεύουν να μην ξαναπατήσει τουρίστας. Καταλαβαίνει το μεγάλο λάθος. Και ζητά από τον Γραμματικάκη να του αφήσει μια επιστολή με τις σκέψεις του. Το ζητά αυτό για να την δημοσιεύσει στην εφημερίδα και να την σχολιάσει ο ίδιος στα επόμενα φύλα.

Στο φύλο 8 Μαρτίου 1970, υπάρχει πρωτοσέλιδο ενυπόγραφο άρθρο του ίδιου του εκδότη με το οποίο αναγνωρίζει το λάθος τακτικής της εφημερίδας, και κηρύσσει το ΠΑΥΣΑΤΕ ΠΥΡ.

Ο Στέλιος Ξαγοραράκης θα έπρεπε να ανακηρυχθεί  πρόσωπο-σύμβολο για την Τουριστική Οικονομία της Κρήτης γιατί προσπάθησε να υπερασπιστεί τον Τουρισμό κάτι που πολύ αργότερα είδαν άλλοι.
Όμως ήταν αργά, γιατί ένας σκοτεινός μηχανισμός είχε ήδη ενεργοποιηθεί και σε λίγο η Μεγάλη Καταιγίδα θα ξεσπάσει…

Η Joni Mitchell στα Μάταλα

Η άνοιξη του 1970, είναι το τελευταίο συγκλονιστικό χαμόγελο της Ουτοπίας, της ψυχεδελικής δηλαδή παροικίας των χίπιδων, στις σπηλιές των Ματάλων. Στο τέλος εκείνης της Άνοιξης, το Χαμόγελο θα γίνει Κραυγή, πρώτα στην Αμερική και μετά στην Ελλάδα. Αλλά πριν την κραυγή, πριν την μεγάλη φασιστική καταιγίδα, θα επικρατήσει μια γλυκιά νηνεμία. Στα Μάταλα θα ανθίσει ένας έρωτας που θα μείνει για πάντα στην ροκ ιστορία. Είναι ο έρωτας της Joni Mitcell και του Κάρεϋ, ενός χίπι που ζούσε εκεί. Αυτός ο έρωτας αποτελεί έναν από τους ομορφότερους μύθους του ροκ και γέννησε ένα πανέμορφο λουλουδένιο παιδί, το τραγούδι Carey…


The wind is in from Africa

Last night I couldn't sleep

Oh, you know it sure is hard to leave here Carey

But it's really not my home

My fingernails are filthy, I got beach tar on my feet

And I miss my clean white linen and my fancy French cologne

Oh Carey get out your cane

And I'll put on some silver

Oh you're a mean old Daddy, but I like you fine

Come on down to the Mermaid Cafe and I will buy you a bottle of wine

And we'll laugh and toast to nothing and smash our empty glasses down

Let's have a round for these freaks and these soldiers

A round for these friends of mine

Let's have another round for the bright red devil

Who keeps me in this tourist town

Ένα φιλμάκι του Julian Davies έχει γυριστεί με έμπνευση το τραγούδι αυτό και δίνει εκπληκτικές εικόνες από τα Μάταλα.

Πως γράφτηκε το Carey; Η Joni Mitcell, στην Αμερική, παθαίνει μια προσωπική «κρίση». Αντιλαμβάνεται ότι η σχέση της με τον μουσικό Graham Nash, δεν είναι αυτό που θα ονόμαζε αληθινή αγάπη. Με δυο λόγια, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ερωτευμένη με τον Nash και ότι απλά, τόσον καιρό, συγκατοικεί με έναν φίλο. Αντιδρά διαλύοντας αμέσως την σχέση, και εγκαταλείπει την Αμερική. Θέλει να κάνει ένα ταξίδι ζωής, να βρει πάλι το τι πραγματικά θέλει και το ποια πραγματικά είναι. Που πηγαίνει; Στα Μάταλα. Να ζήσει εκεί ανώνυμη ανάμεσα στους ανώνυμους. Οι χίπις και αυτή, είχαν κάτι κοινό: αναζητούν την Αλήθεια. Ένα χάραγμα σε μια σπηλιά των Ματάλων γράφει WE DEMAND THE TRUTH …Το έγραψε άραγε η Joni; Κάποιος άλλος; Όποιος και να το έγραψε εξέφρασε εκείνο τον υπέροχο πόθο, το «κρυμμένο μωρό» που έζησε λίγο, πριν εντοπιστεί από τον Κρόνο, στις κρητογενείς σπηλιές των Ματάλων. ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ. Όλοι ήθελαν αυτό. Και βρίσκονταν εκεί, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κάθε ψέμα, τον συμβιβασμένο έρωτα, τον πλαστικό τρόπο ζωής, την μίζερη «επίσημη» κοινωνία. Δεν είναι του παρόντος να πω ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης Carey που ερωτεύτηκε η Joni Mitcell στα Μάταλα της Κρήτης. Και ας έρθουμε τώρα να διηγηθούμε το πώς ξεσπά η μεγάλη καταιγίδα.


Η Στάση της Χούντας

Μέχρι και τον Απρίλιο του 1970, η χούντα δεν παίρνει θέση για το «πρόβλημα των Ματάλων». Οι απόψεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος διίστανται. Υπάρχουν εκείνοι που προτείνουν στον Παπαδόπουλο μία επιχείρηση σκούπα και υπάρχουν άλλοι που εισηγούνται να μην κινηθούν διότι θα ρεζιλευτούν διεθνώς και θα κατηγορηθούν για φασιστική νοοτροπία. Ο Παπαδόπουλος φαίνεται ότι είχε πειστεί πως μία στρατιωτική ή αστυνομική επιχείρηση, θα τον εξέθετε στο εξωτερικό και θα τον απογύμνωνε από τον «δημοκρατικό» μανδύα που υποκριτικά φορούσε. Έτσι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, εισαγγελείς και άλλοι ελάχιστοι, χουντικής νοοτροπίας που απευθύνουν εκκλήσεις από την Κρήτη, δεν εισακούονται και ο δικτάτορας δεν κινητοποιείται. Όμως στα τέλη του Απριλίου, η εντολή έρχεται άνωθεν, δηλαδή από την Αμερική και είναι ξεκάθαρη: ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΑ ΜΑΤΑΛΑ. Τότε βεβαίως και ο Παπαδόπουλος αναλαμβάνει δράση. Γιατί όμως, η Αμερική, δηλαδή ο Νίξον, έδωσε τέτοια εντολή; Η απάντηση βρίσκεται στον στίχο της Joni Mitcell…

Let's have a round for these freaks and these soldiers

A round for these friends of mine

Ας πιούμε στην υγειά των φρικιών και των στρατιωτών

Στην υγειά αυτών των δικών μου φίλων

Δηλαδή, εκτός από τα φρικιά, ως χίπιδες ζουν στα Μάταλα και …στρατιώτες. Ποιοι ήταν αυτοί; Όσοι είχαν κληρωθεί αλλά δεν θέλησαν να πάνε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι «στρατιώτες» αυτοί, το έσκαγαν από την Αμερική, και έβρισκαν καταφύγιο στα Μάταλα. Ο λόγος λοιπόν που ο Νίξον ήθελε οπωσδήποτε να κλείσει τα Μάταλα, ήταν να τιμωρήσει αυτούς τους «στρατιώτες». Στα τέλη του Απριλίου, οι Αμερικανοί εισβάλλουν στην Καμπότζη. Οι διαμαρτυρίες που αμέσως εγείρονται στην Αμερική είναι πολλές και μάλιστα στις 4 Μαΐου του 1970, φθάνουμε στην σφαγή του Ohio όπου η Αστυνομία ανοίγει πυρ κατά των διαδηλωτών φοιτητών (του Πανεπιστημίου του Kent ) και τέσσερις φοιτητές δολοφονούνται. Τα γεγονότα απαθανατίζονται και καλλιτεχνικά στο τραγούδι του Neil Young…

Tin soldiers and Nixon coming,

We're finally on our own.

This summer I hear the drumming

Four dead in Ohio

("Ohio" Neil Young)

Η σφαγή στο Ohio, πυροδοτεί μια σειρά από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε όλη την Αμερική και περισσότεροι νεαροί καίνε τα προσκλητήρια κατάταξης στο στρατό και ταξιδεύουν λιποτάκτες στα Μάταλα. Τότε έξαλλος ο αμερικανός πρόεδρος αποφασίζει να κλείσει τις σπηλιές και να εκδιωχθούν οι χίπιδες των Ματάλων. Όμως ο Νίξον δεν ήθελε να φανεί, δεν ήθελε να γίνει επέμβαση στις σπηλιές με αμερικανικές δυνάμεις. Έτσι χρησιμοποιεί τον Παπαδόπουλο, ο οποίος αρπάζεται από ένα τηλεγράφημα του Μητροπολίτη Τιμόθεου που ζητά να μην γίνει Συνέδριο Χίπιδων και να κλείσουν οι σπηλιές, και ενεργοποιεί την χουντική αστυνομία. Είναι φανερό ότι το επαπειλούμενο «συνέδριο» ήταν μια είδηση χαλκευμένη που έπαιζε για δυο μήνες, μέχρι να δοθεί το σήμα και να χρησιμοποιηθεί σαν αφορμή για επέμβαση από την αστυνομία.

Συνεπώς το σχέδιο είχε καταστρωθεί από καιρό και τώρα απέμενε μόνο η γρήγορη υλοποίησή του.

Η Επέμβαση της Αστυνομίας

Τον Μάιο του 1970 η τελική φάση του σχεδίου μπαίνει σε εφαρμογή. Αστυνομικοί παρουσιάζονται στο Mermaid Café και πληροφορούν τον ιδιοκτήτη του Στελιο Ξαγοραράκη, ότι ένα μέρος του Καφενείου του ήταν αυθαίρετο και συνεπώς έπρεπε να το γκρεμίσουν. Είχαν μαζί τους μάλιστα και ειδικό συνεργείο το οποίο και άρχισε με βαριοπούλες και γκασμάδες να γκρεμίζει. Ο Στέλιος Ξαγοραράκης ήταν πολύ αγαπητός στους χίπιδες των Ματάλων και αυτό οι αστυνομικοί το γνώριζαν. Ήθελαν λοιπόν με αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν «επιθετικές ενέργειες» και να παρουσιάσουν τους χίπιδες σαν «επικίνδυνους αναρχικούς». Το πέτυχαν. Όταν οι χίπιδες είδαν να επιχειρείται το γκρέμισμα του Καφενείου αντέδρασαν. Αφήστε με να σας περιγράψω την εικόνα…


Οι χίπιδες ξεπετάγονται με κραυγές, σαν μπουλούκι που κάνει γιουρούσι. Άλλοι με προβιές πηδούν όπως-όπως στα βράχια, άλλοι με πολύχρωμες πουκαμίσες ανεμίζουν φουλάρια, κι ένας πίσω, γυμνός, κατεβαίνει βολίδα με σχοινί, αλαλάζοντας, σαν Ταρζάν. Ουάου! Είναι η Joni Mitcell που βγήκε μπροστά και τρέχει στην άμμο, σφίγγοντας τα χείλη με θυμό που και που μουγκρίζοντας Bastards. Bastards! Stop! Fuck You! Οι φωνές που βγάζει το χίπικο στράτευμα καθώς καταφθάνει στο Mermaid Café, δηλαδή στο καφενεδάκι του Στέλιου. Ο Στέλιος φωνάζοντας ειδοποίησε για βοήθεια κι η βοήθεια από τους χίπιδες ήρθε. Η Τζόνι μπροστά στους χωροφύλακες, ανοίγει τα χέρια σε σταυρό, και γίνεται άγαλμα. Α τι όμορφο άγαλμα είναι αυτό, που γίνεται σύμπλεγμα καθώς πέφτουν πάνω της χωροφύλακες και σε αυτούς πέφτουν πάνω οι χίπιδες, οι φίλοι της Τζόνι. Ο Κάρυ, δίνει σήμα και οι υπόλοιποι κάθονται κάτω, σχηματίζοντας ένα ανθρώπινο τείχος. Τώρα ο Διοικητής της Χωροφυλακής, κατακόκκινος χειρονομεί αλλόκοτα στον αέρα. Τα παιδιά τραγουδούν…

All we are say is give peace a chance

Αυτό είναι ένα άλλο Φράουλες και Αίμα που εκτυλίχθηκε εκείνο τον Μάιο του 1970, στα Μάταλα Κρήτης. Στα γεγονότα πρωτοστατεί η Joni Mitcell. Δεν έχω σκοπό τώρα να περιγράψω με λεπτομέρεια όλα όσα συμβήκανε. Θα πω μόνο το πως κατέληξαν όλα. Αστυνομικές δυνάμεις έρχονται για ενίσχυση και τις επόμενες μέρες καταφθάνουν και στρατιωτικά τμήματα. Τελικά, οι «χίπιδες ταραξίες» «πατάσσονται». Οι σπηλιές αδειάζουν . Γίνονται έλεγχοι διαβατηρίων και οι «αρχές» συνεργάζονται με την αμερικανική πρεσβεία. Όσοι χίπιδες διαπιστώνεται ότι είναι λιποτάκτες του Πολέμου στο Βιετνάμ, συλλαμβάνονται και παραδίδονται στους Αμερικανούς για τα περαιτέρω. Ο Ξαγοραράκης συλλαμβάνεται επίσης. Αργότερα απογοητευμένος φεύγει για πάντα από την Κρήτη, και τώρα ζει στην Αμερική.

Το Όνειρο έχει τελειώσει.


Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Περασμένες 11...


Πρέπει να ήταν  περίπου 45 ετών. Τουλάχιστον τόσο μου επέτρεπε η μορφή της να υπολογίσω. Πάρκαρα σχεδόν μπροστά της για να πάρω ένα από τα τελευταία πακέτα τσιγάρων. Ούτε που ενοχλήθηκε. Ούτε που στράφηκε να με κοιτάξει. Την κοίταξα εγω όμως. Ήταν ξανθιά,  με ροδαλά μάγουλα και λευκό δέρμα. Δεν θύμιζε ελληνίδα μα δεν θα'παιρνα κι όρκο. Ντυμένη με ρούχα που φανέρωναν απομεινάρια. Στα χέρια της κρατούσε έναν μικρό φακό. Δεν ήταν ψηλή, ίσα-ίσα.

Περασμένες 11 το βράδυ. Μάλλον πως ήταν η καλύτερη ώρα για εκείνη. Πριν λίγο έκλεισαν τα μαγαζιά τροφίμων, αφού πρώτα είχαν απορρίψει ό,τι δεν θα πουλιόταν την επόμενη ημέρα. Έσκυψε πάνω από τον κάδο ψάχνοντας με τον φακό της. Δίπλα της είχε ένα νάυλον τσουβάλι από λίπασμα. Έσκυψε λίγο παραπάνω στον απόκοσμα φωτισμένο κάδο και άρχισε να σκαλίζει με το δεξί της χέρι. Έβγαλε έναν κεσέ γιαουρτιού και αφού τον κοίταξε, τον έριξε μέσα στο τσουβάλι της. Το ίδιο έκανε και με δυό πορτοκάλια. Ξεψάχνισε λίγο παραπάνω τον κάδο, ενα-δυο μαρούλια της φάνηκαν καλά, τα πρόσθεσε κι αυτά στο αυριανό γεύμα της οικογένειας. Συνέχισε για κάμποση ώρα να ψάχνει, μέχρι που πια τα χέρια της δεν έφταναν άλλο να σκαλίσει.

Μια στιγμή μόνο συναντηθήκανε τα βλέμματά μας. Είχα μείνει στο αυτοκίνητο με σβησμένα τα φώτα να την παρατηρώ για ώρα. Μόνο μια μικρή και αιώνια στιγμή γύρισε και με κοίταξε. Ντράπηκα. Όχι γιατί με αντιλήφθηκε πως -κατα κάποιο τρόπο- την παρακολουθώ, μα για την εικόνα που αντίκρυζα. Έμεινα εκεί. Να την παρατηρώ και να γεμίζω θλίψη και οργή.

Μια αλητόγατα κοντοστάθηκε, κοίταξε την γυναίκα κι έφυγε κάνοντας μεταβολή. Αυτός ο κουβάς δεν ήταν διαθέσιμος απόψε.

Όταν πια είχε τελειώσει με τον πρώτο κουβά, συνέχισε με τον δεύτερο. Αν έβρισκε σκουπίδια μέσα σε σακούλες, τις γυρνούσε ανάποδα για να αποκαλυφθεί το περιεχόμενό τους. Κάτι θα υπήρχε και εκεί, δεν μπορεί. Κάτι λίγο ανάμεσα στα αποτσίγαρα και τις στυμμένες λεμονόκουπες, κάτι ικανό να ηρεμήσει λίγο την πείνα. Κι έχωνε μέσα στο τσουβάλι...

Απ΄την γωνιά φάνηκε ένα νεαρό αγόρι. Γύρω στα 16. Κρατούσε στα χέρια του μια σακουλα με τυπωμένη την επωνυμία του ψητοπωλείου λίγα μετρα πιο πάνω. Την είδε. Αυθόρμητα έσφιξε την σακούλα πάνω του και επιτάχυνε το βήμα του. Εκείνη ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Μόλις την προσπέρασε, χαλάρωσε ξανά τα χέρια του και έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της. Κάτι θα του φάνηκε παράξενο, ίσως κάτι να του φάνηκε και τραγικό... Όπως και να είχε, εκείνος θα έτρωγε απόψε. Οχι κάτι μουχλιασμένο.

Έσβησε τον φακό της και τον έβαλε στην τσέπη της. Λύγισε λιγάκι τα γόνατά της και φόρτωσε στην πλάτη της το τσουβάλι, μισογεμάτο. Κίνησε να φύγει. Καμιά απ'τις δυό μας δεν ήξερε αν η επόμενη στάση της θα ήταν στο σπίτι ή στην επόμενη συστάδα κάδων.  Πριν χαθεί στο σκοτάδι του δρόμου, έψαξα βιαστικά να βρω που είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η δική της ή η δική μου. Δεν είχε σημασία.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

"Να φυλάττεις την ψυχή σου αναλλοίωτη..."



Κάπου μακριά άκουσα ένα πουλί να καταθέτει την τελευταία προσευχή της ημέρας στον ήλιο που έδυε.

Είχαμε μόλις ανταλλάξει μερικές κουβέντες. Μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν άγνωστος σε μένα, αδιάφορος, σαν εκείνους που βαδίζουν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Έφτασαν μόλις κανα-δυο λέξεις του για να καταλάβω απ'την αρχή πως  συναντήθηκα με κάποιον που καταφέρνει να ξεφεύγει απ'τον συνηθισμένο ανθρώπινο κύκλο.

Εργάτης της γης και εραστής της πένας, ένας αυτόφωτος επαναστάτης με σκαμμένη ψυχή και μάγουλα. Ψηλός και μαυριδερός με άγρια γένια και μακριά μαλλιά δεμένα στην πίσω μεριά της κεφαλής μην γίνουν θυσία στα κλαδιά των δέντρων. Όσες φορές τον είδα είχε μαυροντυμένη όψη που ερχόταν σε αντίθεση με τα μάτια του που σπίθιζαν ζωή. Γεροδεμένος σαν άλογο και ψηλός, ένας αθρώπας που προκαλούσε δέος. Μια μορφή που λες  και ξεπήδησε απ'τον "Καπετάν Μιχάλη" απλώνοντας τις ποδάρες του -άθελά του- μέσα στο μυαλό μου για να ποδοπατήσει τη σκέψη μου και να μ'αναγκάσει να κάνω αντίλογο. Κι ήθελε δεν ήθελε, ήθελα δεν ήθελα,  το κατάφερνε κάθε φορά. Συνηθως άνοιγε την κουβέντα απλά, τάχα μου να ανιχνεύσει τη διάθεση και στη συνέχεια μου 'λεγε αποσπάσματα απ'τους θησαυρούς του μυαλού του που έκρυβε σ'ένα κομμάτι χαρτί κάθε που φούσκωνε η ψυχή του κι ήταν έτοιμη να σκάσει και να ξεχυθεί. Παράξενες φράσεις που έπρεπε να διαβάσω και να σκεφτώ δυό φορές  και  πάλι διαφορετικό νόημα έβγαζα. Κι αμα τις ξαναδιάβαζα και τρίτη,  ξεπηδούσε από μέσα τους  καινούρια έννοια. Κρατούσα πάντα την  αρχική μου εντύπωση και χαμένη δε βγήκα.  "Ναι, αυτό ήθελα να πω" μου'λεγε και χασκογελούσε η καρδιά του φωτίζοντας τα μάτια του. Κι άρχιζα τις διαφωνίες μου, όντας  αντιδραστικό πνεύμα. Μου τα κλωθογύριζε  από 'δω κι από'κει κι όταν δεν έβρισκε άκρη ή με βαριόταν, συμφωνούσε μαζί μου μα πάντα με ένα "αλλά" κολλημένο, μη μου δείξει πως τον κέρδισα. Και εγώ σοβαρή τον ψευτομάλωνα μα μέσα μου γουργούριζα που για άλλη μια φορά αυτό που είχα κερδίσει ήταν ένα κομμάτι κατάθεσης της  ψυχής του. Άλλο ένα κομμάτι που θα έβαζα κρυφά και  με ευλάβεια δίπλα στην δική μου ψυχή μήπως και γινόμουν κάποτε καλύτερος άνθρωπος.

Μιλούσαμε για ώρες, πάντα για εκείνο το θεριό  τον άνθρωπο και τα καμώματά του, για τη ζωή που νομίζει πως ορίζει και για τα παιχνίδια που του επιφυλάσσουν οι επιλογές του. Ψάχναμε για αξίες,  μα  βρίσκαμε λίγες και νοσταλγούσαμε μια άλλη εποχή που δεν θα επιστρέψει ποτέ. Ανιχνεύαμε τα προτερήματα και τα ελαττώματά μας  και τα ζυγίζαμε παρακαλώντας κρυφά μέσα μας να μη γείρει η ζυγαριά στο κακό.

"Να πετάς" μου΄λεγε. Κι άλλοτε με συμβούλευε:  "Να ξεδιπλώνεις τις φτερούγες σου και να πετάς" πίνοντας αργά και σιργουλευτά τη ρακή του. "Κάθε άνθρωπος που περνά απ'τη ζωή σου, θηλυκός κι αρσενικός, θα θέλει να σου πάρει κι ένα φτερό, μη τους αφήσεις... Κι αν σε βρουν αδύναμη και στα πάρουν, μην τα γυρέψεις πίσω."  Τις συμβουλές του πάντα μου τις έδινε μ'ένα διαφορετικό τρόπο, σαν να με μάλωνε αν δεν έκανα αυτό που έλεγε.

Τον άφηνα να μιλάει και χάραζα βαθιά στο μυαλό μου τις κουβέντες του. Πολύτιμα πετράδια που μετρώ φιλάργυρα κάθε φορά που μου λείπει.

Ανασκαλεύω τα λόγια του και τις σκέψεις μου. Θυμάμαι λέξη προς λέξη ό,τι μου'πε κι ο,τι του απάντησα. Μια στιγμή θυμάμαι πόσο τον πόνεσα όταν στάθηκα η αφορμή να θυμηθεί τον αβάσταχτο πόνο της πολλαπλής απουσίας που δεν έχει τη δύναμη ο άνθρωπος να αποτρέψει. Ήταν τόσος ο σεβασμός μου απέναντί του που πνίγηκα μέσα στον ίδιο του τον αβάσταχτο πόνο κι εγώ.

Αναθεωρώ τους ανθρώπους και βάζω μέτρο σύγκρισης αυτή τη πολύτιμη ψυχή που συνάντησα. Μα δε μετρούνται τα διαφορετικά.

Ο ήλιος έδυσε και το πουλί κούρνιασε φοβούμενο το σκοτάδι. Έχασα το μούχρωμα μα το'χω φυλακίσει μέσα στα μάτια του. Έκανα καφέ και άναψα τσιγάρο κοιτώντας μέσα απ'το παγωμένο τζάμι το μαύρο της νύχτας. Ξέθαψα  ένα απ'τα πετράδια που απλόχερα και με σεβασμό μου χάρισε:  "Να φυλάττεις την ψυχή σου αναλλοίωτη..."

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

"Ψυχικά ευάλωτος..."



Τον κοίταξα ξανά...

Αργά σκεπτόμενος άγνωστος, να διασχίζει την καθημερινότητά του αξύριστος και έχοντας τα χέρια στις τσέπες, με το βλέμμα καρφωμένο στα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου της ζωής του. Επιμελώς κρυμμένος στη μάσκα του, προσπαθεί απεγνωσμένα να δείξει αυτό που  θα ήθελε να είναι. Μια "Καλημέρα" κατακρεουργημένη με τα μάτια του καρφωμένα μέσα στα δικά μου.

Τον ακούω να γελά δυνατά στις σπάνιες περιστασιακές παρέες μήπως και πάψει να ακούει τα ουρλιαχτά της ψυχής του. Άνθρωπος που ερωτεύεται φευγαλέα μια ευτυχισμένη στιγμή για να την σφάξει αργότερα στο βωμό της δυστυχίας του.

"Πόσα πράγματα θέλει κανείς για να είναι ικανοποιημένος; Ο,τι έχει κι ο διπλανός του και κάτι παραπάνω, έτσι, για να υπερισχύσει". Παροδικά, μέχρι να εμφανιστεί το κενό ξανά. Το αβυσαλλέο κενό του καναπέ του  που του κατασπαράζει τη ζωή αργά και αθόρυβα.

Το τηλέφωνο δεν χτυπά πια. Και το κουδούνι μόνο απ'τον ταχυδρόμο ίσως και από τον διανομέα πίτσας. Κουβέντες δεν υπάρχουν πια. Κουβέντες ουσιαστικές, καταθέσεις ψυχής  που θα τον κάνουν να νιώσει ζωντανός. Και η θλίψη απλώνεται. Ο πανικός καραδοκεί και ο ύπνος δεν έρχεται. "Δεν είναι τίποτα, θα περάσει" , σκέψη πανάκεια που επαναλαμβάνεται όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Κι ύστερα τίποτα, μόνο η αίσθηση της διαφορετικότητας να απλώνει τα αγκάθια της σαν βάτος σ'ερειπωμένη εκκλησία. Στην ίδια  εκκλησία που τα καντήλια έσβησαν πριν χρόνια και κανείς δεν τα πήρε χαμπάρι.

Ο χρόνος κυλάει αργά χωρίς καμιά διάθεση συμμαχίας. Εχθρός με λουλούδια στα χέρια που κρύβουν τρομερά αγκάθια στα σωθικά τους. Περνάει η ζωή μπροστά του με κινηματογραφική ταχύτητα - πως να την σταματησει κανείς και να θυμηθεί ένα χάδι στο μάγουλο και τα απλωμένα χέρια του φίλου που λάτρεψε,  του ίδιου φίλου που λύγισε στη φουρτούνα του εγωισμού του; Ο χρόνος, η μνήμη, τα δάκρυα που στέρεψαν μη φανεί το ευάλωτο Εγώ καθώς μετρούσε τα αργύρια των άλλων, τα μάτια που παγώνουν απέναντι στον τοίχο. Σκέψεις να τριγυρνούν γύρω απ'τα ίδια παγόβουνα, σαν βελόνα κολλημένη σε δίσκο βινυλίου, ένας μονότονος άηχος ήχος... Η τηλεόραση ανοιχτή, δανεισμένη χαρά, διέξοδος απ'τους νυχτερινούς εφιάλτες. Αναρωτιέται τι βλέπει και μονολογεί  "Τίποτα, ίσα για να μουρμουρίζει..." μ'ένα μειδίασμα ανατριχιαστικό. Γεμίζει το ποτήρι του, ίσως έτσι βρει λίγη δύναμη παραπάνω, τα τσιγάρα τελειώνουν, θα πρέπει να βγει έξω, δεν θέλει. Ο κόσμος του είναι εκεί, ανάμεσα σε ρούχα πεταμένα στο πάτωμα που έχουν να φορεθούν καιρό, δεν θέλει τίποτα παραπέρα. Δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα...

Ξημέρωσε και σηκώθηκε να τραβήξει τις κουρτίνες, ο ήλιος είναι ανεπιθύμητος. Καμιά όρεξη για δουλειά, γιατί να έχει όρεξη; Αλλιώς τα φαντάστηκε, αλλιώς ήρθαν. "Λίγο παραπάνω ευαισθητος"  έλεγε η μάνα του "μα θα τα καταφέρει..." και εκείνος την κοίταγε απορημένος με τα τεράστια μελιά μάτια του, παιδί ακόμη. "Θα τα καταφέρει!" Χιλιάδες φορές αντήχησαν τα λόγια της στο άδειο απ'τα χάπια κεφάλι του. Να ήταν μόνο εδώ.'Εστω για λίγο, μονο να του χαμογελάσει και να του το πει ξανά, μήπως  το πιστέψει και παλέψει με τα θεριά του, ίσα για να μην την απογοητεύσει.

" 'Εστω για λίγο...Μάνα..."

Λυγίζει στα γόνατα και ακουμπά το μέτωπο στο πάτωμα της κουζίνας, ουρλιάζοντας και γελώντας, γελώντας σαν εκείνη τη μεθυσμένη πόρνη που θέλησε ένα βράδυ στα στενά σοκάκια της πόλης του. Σφίγγει τις γροθιές  καρφώνοντας τα νύχια στις παλάμες του μήπως ο πόνος τον γυρίσει απ'το ταξίδι που μόλις ξεκίνησε. Μάταια. "Πρέπει να βρω άλλο τρόπο..."

Τον κοίταξα ξανά...

Να κάθεται μόνος σε μια σιδερένια καρέκλα ζαλισμένος από τα φάρμακα, περιμένοντας  υπομονετικά τη σειρά του. Οι καρποί του δεμένοι με επιδέσμους. Σήκωσε τα μεγάλα μελιά μάτια του και βυθίστηκε μέσα στα δικά μου. Κοίταξε τους επιδέσμους του με μίσος και εβαλε τις παλάμες του μπροστά στο πρόσωπό του. Χαμογέλασε και μου είπε άχρωμα: "Ψυχικά ευάλωτος..."

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Το πουλί φωλιά, η αράχνη ιστό, ο άνθρωπος φιλία...


Σε παρατηρώ.

Γελάς. Δεν αρκεί.

Η μοναξιά των Κυκλώπειων τειχων  που υψώνεις.

Οι φωνές που κρύβονται στη σιωπή σου.

Κρατάς τον ήχο σου σφιχτά,  μην ταξιδέψει παραπέρα.

Γελάς. Δεν αρκεί.

Οι σκέψεις κερνούν άλλο ένα τσιγάρο. Απ'αυτό που έκοψες.

Ζωή που δεν διάλεξες, ζωή που κυνηγάς να ζέψεις.

Σε παρατηρώ.

Γελάς. Δεν αρκεί.

Ψυχή αμοίραστη.

Ματιά ανήλιαγη.

Σκέψη αλύγιστη.

Βγες στον ήλιο.

Με παρατηρείς.

Ήρθα απ'το πουθενά. Απ'το βάθος του δρόμου που κοιτάς.

Απ'τα νερά που ακούς να ορμούν στους βράχους κάθε δειληνό.

Απ΄το στεγνό σου δάκρυ.

Απλώνω τα χέρια μου, μη φοβηθείς.

Μίλα μου. Θα δέσω τα λόγια σου σαν ρόδι.

Κλάψε. Θα γεμίσω τον κόσμο σου χρώμα.

Ούρλιαξε. Τα στοιχειά φοβούνται τις κραυγές.

Ασε το χρόνο να  γεράσει.

Σε παρατηρώ.

Γελάς αλλιώτικα. Μου αρκεί.

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...