Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Το παιδικό συσσίτιο




     Καθώς οδηγούσα το πρωϊ για να πάω στη δουλειά μου - ναι, εκείνη τη δουλειά που θα έχω για πολύ λίγο ακόμη - άκουσα στο ραδιόφωνο πως η κυβέρνηση μελετά την διανομή συσσιτίων στα σχολεία προκειμένου να αποφευχθούν νέα επεισόδια λιποθυμίας μαθητών λόγω ασιτίας.
     Γύρισα σχεδόν 30 χρόνια πίσω. Στο δημοτικό, κάπου στην Τρίτη ή στην Τετάρτη τάξη. Δημόσιο σχολείο. Σ'ένα παράπηγμα κάναμε μάθημα, στα ξύλινα μονοκόμματα θρανία, σε μια αίθουσα χωρίς παράθυρα, μόνο με μια σειρά φεγγίτες με βρώμικα τζάμια και μισοξεκολλημένους στόκους που μαδούσαν και πέφταν πάνω μας. Για θέρμανση ούτε λόγος. Με τα κασκόλ μαθαίναμε την προπαίδεια, τα κασκόλ που είχαν φτιαχτεί από την παλιά ξεπλεγμένη μάλλινη μπλούζα που δε μας έκανε πια. Κι αν είχαμε κασκόλ. Αλλιώς μαζευόμασταν σαν τα πουλάκια του χειμώνα: οι ώμοι κολλημένοι στ'αυτιά και τα χέρια μέσα στα μανίκια της μπλούζας. Δύσκολοι καιροί.
    Κυλικείο είχαμε στο κεντρικό κτήριο του δημοτικού σχολείου. Χαρτζηλίκι ημερήσιο δεν είχαμε οι πιο πολλοί. Κανένα δεκάρικο μόνο ή εικοσάρικο, αν είχε κέφια ή φράγκα ο πατέρας - δηλαδή σπανίως. Χαζεύαμε τον Δημόκριτο και τον Περικλή πάνω στα νοσμίσματα -όποτε τα είχαμε- και νιώθαμε πλούσιοι. Βάζαμε και ξαναβάζαμε το χέρι στην τσέπη να βεβαιωθούμε οτι ήταν εκεί τα κέρματα κι ότι δεν τα χάσαμε καθώς παίζαμε στα διαλείμματα, τουλάχιστον μέχρι να πεινάσουμε και να πάμε να πάρουμε κάνα κουλούρι με σουσάμι ή κανένα Φοφίκο ή Πάφς. Τις πιο πολλές μέρες πηγαίναμε σχολειό και τη βγάζαμε μέχρι το μεσημέρι που σχολούσαμε με το γάλα που είχαμε πιει σπίτι πριν φύγουμε. Κι αν το είχαμε πιει και δεν είχε πάει υπέρ νεροχύτου σιφώνιον.  Τίποτα άλλο. Γουργούριζε η κοιλίτσα μα δεν είχαμε και πολλές επιλογές. Και δε θυμάμαι να μας πολυένοιαζε κιόλας.
    Κάπου εκεί, θυμάμαι για ένα μεγάλο διάστημα, στα διαλείμματα να φέρνουν τσίγκινα πεντόλιτρα δοχεία, κάτι σαν τεράστιες κονσέρβες, γεμάτα χυμό ροδάκινο. Είχαμε τα ποτηράκια μας από το σπίτι, εκείνα τα σπαστά τα πλαστικά που γινόταν μια σταλιά κι αμα έβαζες υγρό μέσα χυνόταν από τις χαραμάδες, και περιμέναμε στην ουρά να πιούμε απ'τον χυμό που -ομολογουμένως- μας άρεσε. Κάποτε οι χυμοί τέλειωσαν και μας έφερναν πορτοκάλια. Που να το φας το πορτοκάλι χωρίς μαχαίρι...και χωρίς να'ναι παραδίπλα η μάνα να στο καθαρίσει. Παρόλα αυτά, το φέρναμε βόλτα το πορτοκαλάκι που μας αναλογούσε. Καρφώναμε τα νύχια μας μέχρι να σκίσουμε λιγάκι τη σάρκα του κι αμα κάναμε την τρυπούλα χώναμε το παιδικό δαχτυλάκι και το ξεφλουδίζαμε σαν τα μαϊμουδάκια. Δεν θυμάμαι ποιός μας τα έφερνε και γιατί και τότε δεν μας πολυενδιέφεραν τετοιες πληροφορίες. Φτάνει που κάτι είχαμε. Κι ας περιμέναμε στην ουρά σα φαντάροι χάνοντας το παιχνίδι του διαλείμματος...
    Καμμιά σχέση το τότε με το τώρα. Το ξέρω, μα αυτές οι εικόνες μου ήρθαν εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Τότε ήταν δύσκολα, τώρα ακόμη δυσκολότερα. Δύσκολα γιατί οι γονέοι μας συνήθως προσπαθούσαν να κάνουν καλλιμέντο και μας παρείχαν τα απολύτως απαραίτητα με αυστηρότητα, κοιτάζοντας μπροστά με αισιοδοξία και φροντίζοντας για όσα παιδιά είχαν αραδιάσει. Τώρα είναι όλα διαφορετικά. Οι γονέοι των παιδιών αυτών που λιποθυμούν απλά δεν έχουν. Ούτε τον τρόπο, ούτε την αισιοδοξία. Θένε κι αν δε θένε στερούν. Και στερούν βασικά αγαθά απ'τα παιδιά τους όπως η τροφή. Σε μια εποχή που είναι λογική η εξέλιξη προς το καλύτερο, σε μια εποχή που είναι ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟ (τάχα μου) να μην καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του ανθρώπου.
    Δεν θα κρίνω τους λόγους που έφεραν τους ανθρώπους σ'αυτό το στάδιο, θα ξεφύγω πολύ και δεν θέλω. Μ'ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα. Αν και με ενοχλεί αφάνταστα να δείχνει, υποτίθεται, ενδιαφέρον μια κυβέρνηση μοιράζοντας συσσίτια, μετά από επαναλαμβανόμενα λιποθυμικά επεισόδεια μαθητών. Η ίδια κυβέρνηση που έστειλε αυτούς τους γονείς σπίτια τους, άνεργους και χωρίς προοπτική. Αυτοί οι γονείς δεν θέλουν την κρατική ελεημοσύνη γι'αυτούς και τα παιδιά τους, δουλειά θέλουν και την αξιοπρέπειά τους πίσω. Ακούς Ελλάδα;
    Κοντά στο 2012. Ζω. Ή νομίζω πως ζω.  Κοντά στο 2012, υπάρχει κόσμος εκεί έξω που λιποθυμά από την πείνα και (φυσικά) κόσμος που δεν πιστεύει οτι συμβαίνει αυτό. Κοντά στο 2012, οι βασικές ανάγκες του παιδιού δεν καλύπτονται εξ'ολοκλήρου κι ούτε πρόκειται να καλυφθούν μ'ένα συσσίτιο-προσφορά απ'το ανάλγητο κράτος. Κι ακόμα είμαστε στην αρχή.


Φωτογραφία: Αρχείο Δ. Κεραμιδά
1946. 11ο Δημοτικό Καβάλας. Συσσίτιο για τα παιδιά μια εποχή που ένα πιάτο φακές ήταν μέγα ζητούμενο. Διακρίνονται η (θρυλική) διευθύντρια Ευθαλία Χριστοδουλίδου και ο δάσκαλος Άγγελος Άμποτ με τις τραπεζοκόμες. Τα αγόρια κούρεμα «γουλί» για την αποφυγή ψειρών, τα κορίτσια κοτσιδάκια. Τρώνε στο ημιυπόγειο του σχολείου - σήμερα αίθουσα Μουσικής. Το βλέμμα των αγοριών τα λέει όλα… 

2 σχόλια:

Marios Psalidakis είπε...

Τί μου θύμισες!
Το χυμό μας τον έδιναν στο δεύτερο διάλειμα για λίγο καιρό μέχρι που βαρέθηκαν κάποια στιγμή, έδωσαν στο κάθε παιδί από ένα κουτί και τέλος!
Αναλογίζομαι καμιά φορά το πως ένοιωθα σαν παιδί. Δεν μπορώ να πω πως μου έλειψε ποτέ τίποτα. Οι γονείς μου είχαν τη δυνατότητα να μας εξασφαλίσουν μόνο τα βασικά όμως περνούσαμε όμορφα, ποτέ δεν πεινάσαμε, ποτέ δεν μείναμε χωρίς ρούχα και παπούτσια, ποτέ δεν κρεμαστήκαμε από τη βιτρίνα κανενός καταστήματος και κλαίγοντας να ζητάμε πράγματα που ήταν αδύνατον να αποκτήσουμε.
Τα παιδιά σήμερα είναι διαφορετικά. Τα ερεθίσματα γύρω τους τούς προκαλούν συνεχώς ανάγκες, ζουν με την αγωνία να έχουν όλο και περισσότερα και οι γονείς πέφτουμε στην παγίδα για να μην τους λείψει τίποτα...
Καλό είναι να κοιτάμε πού και πού το παρελθόν, ίσως έτσι να μπορέσουμε να ζήσουμε πιο όμορφα στο μέλλον...

Zania είπε...

Η καλύτερη οδηγία χρήσης της ζωής που θα μπορούσε να δοθεί ποτέ, είναι η τελευταία σου πρόταση!

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...