Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Μια κατάρα...



    Όταν ξεκίνησα να δουλεύω, σκέφτηκα πως η φροντίδα ηλικιωμένων ατόμων θα ήταν ένα παιχνίδι για μένα σε σχέση με ό,τι έχουν δει τα ταπεινά μάτια μου τόσα χρόνια μέσα στα νοσοκομεία. "Τουλάχιστον δεν θα είναι τόσο έντονος ο πόνος", σκέφτηκα. Ξεκίνησα με κέφι, με διάθεση καλή, γεμάτη αγάπη για τα χαρακωμένα, από τον χρόνο, πρόσωπα. Γνώρισα ανθρώπους χαμογελαστούς, τουλάχιστον τις πρώτες εβδομάδες. Έπειτα η τριβή μεταξύ μας έφερε την ανάγκη εξομολόγησης. Λίγο η συμπάθεια, λίγο η εμπιστοσύνη, λίγο η ανάγκη επικοινωνίας συνήργησαν στην ανάγκη να εξωτερικευτούν συναισθήματα κρυμμένα χρόνια, παράπονα που δεν έβρισκαν αποδέκτη: "Μην παραβαρύνω τα παιδιά μου..."

    Ήταν αρχοντογυναίκα στα νειάτα της, ξανθιά και ντελικάτη, με ολόλευκο δέρμα. Όχι καλοζωϊσμένη, μα κάθε στιγμή φρόντιζε να την κάνει να δείχνει την γοητεία της, πολλές φορές με το ζόρι. Μοδίστρα, όπως οι περισσότερες στην εποχή της, είχε μια γωνιά σ'ένα δωματιάκι στο σπίτι της κι έραβε φουστάνια και υποκάμισα για τους κυρίους. Λίγα λεφτά, μα έφταναν να συμπληρώσουν το φτωχό μεροκάματο του σιδερά συζύγου και να ανατραφούν τρεις γιοι. "Δεν μας πείραξε ποτέ, μια χαρά είμασταν. Λίγα και καλά... Τουλάχιστον δεν πεινάσαμε πολύ σαν άλλους..." μου 'χε πει ένα πρωινό.

    Το σπίτι τους τίποτα το σπουδαίο, δύο κάμαρες που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους και ένα στενό μπάνιο, από εκείνα που βρίσκονταν έξω από τα υπόλοιπα δωμάτια, στην αυλή. Με μια βρύση στον τοίχο, ούτε μπανιέρα ούτε τίποτα...ουτε καν βαμμένο γιατί θα φούσκωνε ο ασβέστης, μόνο ο γκρίζος σοβάς. Ούτε λόγος για παιδικά δωμάτια, όλα τα παιδιά πέφταν για ύπνο μαζί στην κουζίνα και οι γονείς χωριστά. Ούτε πολυτέλειες, μόνο κάποια στιγμή που η μάνα το είχε μεράκι έδωσε παραπάνω λεφτά να βάλει μια ταπετσαρία στον υπνοδωμάτιό τους, απλά και μόνο για να χρωματίσει τη φτώχεια με κλαδάκια μωβ και πράσινα και κίτρινα ζωγραφιστά σιρίτια που μοιάζαν λίγο με πλεξούδες. "Έβλεπα τις νύχτες στο φως του καντηλιού την ταπετσαρία και φανταζόμουν πως θα ήταν να ήμασταν κι εμεις πλούσιοι, μα γρήγορα με έπαιρνε ο ύπνος...Δεν ήταν αυτά τα πράγματα για μας..." 
    
    Και τα χρόνια πέρασαν. Τα παιδιά παντρεύτηκαν και έκαναν δουλειές και παιδιά δικά τους, γίναν νοικοκύρηδες και μπήκαν σε σκοτούρες. Μακριά απ'τους γονείς, αν και όχι και τόσο μακριά σε θέμα απόστασης...

    Ένα φθινοπωρινό πρωινό, γνώρισα εκείνη και τον άντρα της, ακόμη εν ζωή και συμπαθέστατος. Γελαστός, μας υποδέχτηκε στην αυλή, κάτω από μια κληματαριά μισοσαπισμένη. Εκείνη ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φοβόταν να σηκωθεί και να περπατήσει - πρόσφατα είχε σκοντάψει στο κακοστρωμένο τσιμέντο της αυλής και είχε πέσει. Γύρω στα 75 και οι δύο, με ρούχα φθαρμένα και λερωμένα, πρόχειρα μπαλωμένα, με κουμπιά λειψά. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο να συστηθώ και με τύλιξε μια αποπνικτική μυρωδιά μούχλας, χνώτου και άπλυτου σώματος. Κοίταξα γύρω μου, παρατήρησα φευγαλέα το περιβάλλον που περνά τις μέρες και τις νύχτες της και χαμήλωσα τα μάτια. Το δάπεδο τσιμεντένιο με ένα κόκκινο κατώφλι, ένα μπαούλο και μια ντουλάπα από εκείνα τα χρόνια που ήταν ακόμη άξια νοικοκυρά, το παράθυρο σαρακοφαγωμένο και κλειστό με μια κουρτίνα απροσδιόριστης απόχρωσης από τον χρόνο και την βρωμιά. Ψηλά, οι τοίχοι μουχλιασμένοι, πράσινοι και μαύροι, χαμηλά φουσκωμένοι από την υγρασία, και ανάμεσα τα μωβ και πράσινα κλαδάκια της ξεσκισμένης ταπετσαρίας να προσπαθούν να επιβιώσουν. Ένα τραπέζι γεμάτο κουτιά φαρμάκων και στο κομοδίνο λογής-λογής εικόνες αγίων. Ένα κάδρο στον τοίχο, μια φωτογραφία γάμου, οκταήμερη. Όμορφο ζευγάρι. Η κορνίζα είχε αρχίσει να κρέμεται απ'τις γωνιές, έτοιμη να πέσει στο κενό - έτοιμη να αυτοκτονήσει μου φάνηκε... Δεν άκουγα τι μου έλεγε, δεν ήθελα να ακούω, ήταν τόσο έντονη η εικόνα που έβλεπα, τόσο τραγική, που ήθελα να βγω στο δρόμο και να δω λίγο ουρανό. Την άφησα μόνη για λίγο, έπρεπε να δω και το υπόλοιπο σπίτι, δεν ήταν στις αρμοδιότητές μου, αλλά όπως κάθε άνθρωπος που έλκεται από το καινούριο, άσχετα αν αυτό δεν είναι και τόσο γοητευτικό, το έκανα. Μπήκα στο δεύτερο δωμάτιο, στην κουζίνα, μιλούσε η κοινωνική λειτουργός με τον παλιό σιδερά και παρόλο που η ευγένειά μου μου έλεγε να μην τους διακόψω, το έκανα... Η περιέργειά μου για το περιβάλλον διαβίωσης  (ή ίσως και επιβίωσης)  αυτών των ανθρώπων υπερίσχυσε.

    Βαμμένοι τοίχοι με πράσινη λαδομπογιά, τριμμένοι εκεί που ακουμπούν οι ξύλινες καρέκλες και βρώμικοι εκεί που ακουμπούν τα χέρια. Ένα ντιβάνι στην γωνιά, απάνω του ένα στρώμα με λακούβα στη μέση και μια τριμμένη κουβέρτα κίτρινη, βρώμικη να προσπαθεί να καλύψει την ασχήμια κάνοντάς την  ακόμη ασχημότερη. Στο τραπέζι πιάτα με μισοφαγωμένο σταφύλι, δυο ή τριών ημερών, με έντονη τη μυρωδιά της σαπίλας, ενώ παραμέσα ένας νεροχύτης με μωσαϊκό και ένας απορροφητήρας τσιμεντένιος, στολισμένος, τάχα μου, με μια λωρίδα μπλε μουσαμά, πιασμένο με πινέζες. Εφημερίδες παλιές στους τοίχους να φιλοξενουν τσικάλια κρεμασμένα από το αυτί τους και κάθε λογής "κουζινικό", απλωμένα λες και ήταν εκθέματα... Σ'ένα μικρό τσικαλάκι σιγόβραζαν δυο-τρεις πατάτες...

    Τελειώνοντας την πρώτη αυτή επίσκεψη, δεν είχα λόγια να περιγράψω την κατάσταση. Έβλεπα μπροστά μου μόνο τους μαυροπράσινους από τη μούχλα  τοίχους και ένιωθα βαθιά στα πνευμόνια μου την απαίσια μυρωδιά μούχλας, χνώτου και σαπίλας. Γύρισα σπίτι μου και ένιωσα την διαφορά, ένιωσα την ανάγκη να προσπαθήσω να αλλάξω την ζωή αυτών των δύο ανθρώπων. Τουλάχιστον όπως μπορούσα...

    Πέρασαν δυο ή τρεις εβδομάδες. Τους είδα και τους ξαναείδα φορές και φορές, η κατάσταση των δύο γερόντων κατατάχθηκε ως "ανάγκη υψηλής φροντίδας". Ένιωθα την λάμψη χαράς μέσα στα μάτια τους κάθε φορά που περνούσα το κατώφλι, ένιωθα το χαμόγελό τους να με αγκαλιάζει, ένιωθα να γουργουρίζουν σαν ευτυχισμένα γατιά και να αποδέχονται την φροντίδα που μπορούσα να τους παρέχω. Και άνοιξαν οι καρδιές, άνοιξαν τα στόματα που ήθελαν να μιλήσουν.  Ποτέ όμως ούτε κακός λόγος για τα παιδιά τους. Ακόμη και όταν η απουσία τους, η μακρόχρονη απουσία τους  (τολμώ να πω η αδικαιολόγητη αμέλειά τους προς τους γερόντους τους, στην πραγματικότητα) γινόταν έντονη, λόγος κακός δεν βγήκε: "Δουλεύουν, που να προλάβουν και εμάς... Ο Θεός να τα βλέπει μόνο..."

    Ένα μεσημέρι έβγαλα την γιαγιά να κάτσει στην αυλή, να την δει λιγάκι ο ήλιος, να δει και εκείνη λίγο τον ήλιο. "Κάτσε εδώ κοντά μου, κόρη μου" μου είπε με ήρεμη φωνή κρατώντας με και τραβώντας με ταυτόχρονα μαλακά από το χέρι. "Πιάσε μια καρέκλα, μη στέκεις. Δεν λυπάσαι τα πόδια σου;"

    Έκατσα δίπλα της, ίσως και εγω να το είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Μου άγγιξε απαλά το γόνατο, όπως κάνουν οι φίλοι, και μου είπε με σιγανή και τρεμάμενη φωνή:

    "Σ'ευχαριστώ παιδί μου... Έκανα τρεις γιούς, βάφτισα δυο κορίτσια κι ανάθρεψα τρία ορφανά... Και τώρα έρχεσαι μόνο εσύ..."

    Καταράστηκα τον εαυτό μου με την χειρότερη κατάρα, αν ποτέ τολμήσω να εγκαταλείψω τους ανθρώπους που με έφεραν στον κόσμο...

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Cine "REX"



   Λάτρις και εγώ μιας άλλης εποχής... Μιας εποχής που μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια. Ρομαντική ψυχή; Ίσως. Αηδιασμένη από τα σημερινά δρώμενα; Σίγουρα!
Θυμάμαι την κατηφόρα που οδηγούσε στο σπίτι που γεννήθηκα, στον Κρουσώνα, απότομη και τσιμεντένια. Λίγο ήθελαν να σπάσουν τα γόνατα και να μπήξω τις φωνές. Λίγο ήθελα να βρω την ευκαιρία να χωθώ στης μάνας μου την ποδιά, μεγαλοποιώντας τον ψευτόπονό μου. "Βάλε ιώδιο" μου 'λεγε, "πράμα δεν έχεις" και μ'έσπρωχνε απαλά, φοβούμενη πως θα ξενίνιαζα. Και έφευγα τρέχοντας -"Αφού δεν έχω πράμα, τι το θέλω το ιώδιο;"- ανεβαίνοντας ξανά την ανηφόρα για λίγο ακόμα παιχνίδι.
   Άλλοι ανθρώποι τότε, γελούσαν και ένιωθες την αλήθεια τους, ντρεπόταν να κλάψουν μπας και τους κοροϊδέψουν, γλεντούσαν και το ένιωθαν. Σύμπαινε ο ένας στον άλλο, όλα ήταν δανεικά, μεγάλη ντροπή να μη βοηθήσεις το συγχωριανό. Δεν θα ξεχάσω στους γάμους που μαζευοταν όλες οι νοικοκυρες του χωριού να κάνουν τα "τσιμπητά" κουλούρια, έθιμο τοπικό. Και χάζευα τη μαεστρία που είχαν στα χέρια τους οι κυράδες, τον τρόπο που δούλευαν το ειδικά κατασκευασμένο τσιμπιδάκι για να κάμουν τα ξόμπλια. Και οι πιο προκομμένες κάνανε πουλιά και λουλούδια με ζύμη, στολίδια των κουλουριών, για την χάρη του νέου ζευγαριού.
   Δεν θα ξεχάσω κάποια βράδια παγωμένα να μαζεύονται οι άντρες, πότε στο ταπεινό μας σπίτι, πότε στο μηχανουργειο του πατέρα μου, ψάχνοντας ευκαιρία για δυο κρασιά ή μια ρακί, πεσκέσι από εκείνον που του περίσσευαν. Και ένα λουκάνικο ντόπιο να ευωδιάζει στην ξυλόσομπα. Λίγα και καλά. Εκεί ήταν η ουσία. Κι αμα μερακλώνανε και λίγο, ακουγόταν και η Χαρούλα, της μόδας τότε το "Δημητρούλα" - ακόμη το θυμάμαι να αντηχεί στα αυτιά μου,  έπαιζε, έπαιζε η χοντρή πλαστική κασέτα (αλήθεια πόσοι θυμούνται αυτό το τεχνολογικό επίτευγμα της εποχης;) μέχρι που το παλιό κασετόφωνο μασούσε την ταινία... Λίγα χρόνια μείναμε, όμως πολλά για να γεμίσει το παιδικό μου μυαλό εικόνες, χρώματα και μυρωδιές.

   Κι ύστερα κατηφορίσαμε στη Χώρα.

   Πριν λίγες μέρες βρέθηκα ξανά εκεί, αφορμή ένας γάμος. Κοίταξα την τσιμεντένια κατηφόρα, είχε αλλάξει. Κοίταξα τους ανθρώπους μα δεν μου θύμησαν τίποτα απ΄την "Δημητρούλα", κοίταξα γύρω μου και γνώρισα μόνο την πλατεια με την εκκλησία και το παλιό σινεμά. Ένιωσα ξένη, ήμουν ξένη, πασπάτευα το μυαλό μου μήπως και καταφέρει να πολλαπλασιάσει και να ανασύρει αναμνήσεις, μα άδικα... Και καθώς στεκόμουν στο προαύλιο της εκκλησίας άκουσα:
"Έψαχνα για σένα, έχω να σε δω 30 χρόνια. Είμαι η νονά σου, η Αντιγόνη"...

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...