Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

"Να φυλάττεις την ψυχή σου αναλλοίωτη..."



Κάπου μακριά άκουσα ένα πουλί να καταθέτει την τελευταία προσευχή της ημέρας στον ήλιο που έδυε.

Είχαμε μόλις ανταλλάξει μερικές κουβέντες. Μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν άγνωστος σε μένα, αδιάφορος, σαν εκείνους που βαδίζουν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Έφτασαν μόλις κανα-δυο λέξεις του για να καταλάβω απ'την αρχή πως  συναντήθηκα με κάποιον που καταφέρνει να ξεφεύγει απ'τον συνηθισμένο ανθρώπινο κύκλο.

Εργάτης της γης και εραστής της πένας, ένας αυτόφωτος επαναστάτης με σκαμμένη ψυχή και μάγουλα. Ψηλός και μαυριδερός με άγρια γένια και μακριά μαλλιά δεμένα στην πίσω μεριά της κεφαλής μην γίνουν θυσία στα κλαδιά των δέντρων. Όσες φορές τον είδα είχε μαυροντυμένη όψη που ερχόταν σε αντίθεση με τα μάτια του που σπίθιζαν ζωή. Γεροδεμένος σαν άλογο και ψηλός, ένας αθρώπας που προκαλούσε δέος. Μια μορφή που λες  και ξεπήδησε απ'τον "Καπετάν Μιχάλη" απλώνοντας τις ποδάρες του -άθελά του- μέσα στο μυαλό μου για να ποδοπατήσει τη σκέψη μου και να μ'αναγκάσει να κάνω αντίλογο. Κι ήθελε δεν ήθελε, ήθελα δεν ήθελα,  το κατάφερνε κάθε φορά. Συνηθως άνοιγε την κουβέντα απλά, τάχα μου να ανιχνεύσει τη διάθεση και στη συνέχεια μου 'λεγε αποσπάσματα απ'τους θησαυρούς του μυαλού του που έκρυβε σ'ένα κομμάτι χαρτί κάθε που φούσκωνε η ψυχή του κι ήταν έτοιμη να σκάσει και να ξεχυθεί. Παράξενες φράσεις που έπρεπε να διαβάσω και να σκεφτώ δυό φορές  και  πάλι διαφορετικό νόημα έβγαζα. Κι αμα τις ξαναδιάβαζα και τρίτη,  ξεπηδούσε από μέσα τους  καινούρια έννοια. Κρατούσα πάντα την  αρχική μου εντύπωση και χαμένη δε βγήκα.  "Ναι, αυτό ήθελα να πω" μου'λεγε και χασκογελούσε η καρδιά του φωτίζοντας τα μάτια του. Κι άρχιζα τις διαφωνίες μου, όντας  αντιδραστικό πνεύμα. Μου τα κλωθογύριζε  από 'δω κι από'κει κι όταν δεν έβρισκε άκρη ή με βαριόταν, συμφωνούσε μαζί μου μα πάντα με ένα "αλλά" κολλημένο, μη μου δείξει πως τον κέρδισα. Και εγώ σοβαρή τον ψευτομάλωνα μα μέσα μου γουργούριζα που για άλλη μια φορά αυτό που είχα κερδίσει ήταν ένα κομμάτι κατάθεσης της  ψυχής του. Άλλο ένα κομμάτι που θα έβαζα κρυφά και  με ευλάβεια δίπλα στην δική μου ψυχή μήπως και γινόμουν κάποτε καλύτερος άνθρωπος.

Μιλούσαμε για ώρες, πάντα για εκείνο το θεριό  τον άνθρωπο και τα καμώματά του, για τη ζωή που νομίζει πως ορίζει και για τα παιχνίδια που του επιφυλάσσουν οι επιλογές του. Ψάχναμε για αξίες,  μα  βρίσκαμε λίγες και νοσταλγούσαμε μια άλλη εποχή που δεν θα επιστρέψει ποτέ. Ανιχνεύαμε τα προτερήματα και τα ελαττώματά μας  και τα ζυγίζαμε παρακαλώντας κρυφά μέσα μας να μη γείρει η ζυγαριά στο κακό.

"Να πετάς" μου΄λεγε. Κι άλλοτε με συμβούλευε:  "Να ξεδιπλώνεις τις φτερούγες σου και να πετάς" πίνοντας αργά και σιργουλευτά τη ρακή του. "Κάθε άνθρωπος που περνά απ'τη ζωή σου, θηλυκός κι αρσενικός, θα θέλει να σου πάρει κι ένα φτερό, μη τους αφήσεις... Κι αν σε βρουν αδύναμη και στα πάρουν, μην τα γυρέψεις πίσω."  Τις συμβουλές του πάντα μου τις έδινε μ'ένα διαφορετικό τρόπο, σαν να με μάλωνε αν δεν έκανα αυτό που έλεγε.

Τον άφηνα να μιλάει και χάραζα βαθιά στο μυαλό μου τις κουβέντες του. Πολύτιμα πετράδια που μετρώ φιλάργυρα κάθε φορά που μου λείπει.

Ανασκαλεύω τα λόγια του και τις σκέψεις μου. Θυμάμαι λέξη προς λέξη ό,τι μου'πε κι ο,τι του απάντησα. Μια στιγμή θυμάμαι πόσο τον πόνεσα όταν στάθηκα η αφορμή να θυμηθεί τον αβάσταχτο πόνο της πολλαπλής απουσίας που δεν έχει τη δύναμη ο άνθρωπος να αποτρέψει. Ήταν τόσος ο σεβασμός μου απέναντί του που πνίγηκα μέσα στον ίδιο του τον αβάσταχτο πόνο κι εγώ.

Αναθεωρώ τους ανθρώπους και βάζω μέτρο σύγκρισης αυτή τη πολύτιμη ψυχή που συνάντησα. Μα δε μετρούνται τα διαφορετικά.

Ο ήλιος έδυσε και το πουλί κούρνιασε φοβούμενο το σκοτάδι. Έχασα το μούχρωμα μα το'χω φυλακίσει μέσα στα μάτια του. Έκανα καφέ και άναψα τσιγάρο κοιτώντας μέσα απ'το παγωμένο τζάμι το μαύρο της νύχτας. Ξέθαψα  ένα απ'τα πετράδια που απλόχερα και με σεβασμό μου χάρισε:  "Να φυλάττεις την ψυχή σου αναλλοίωτη..."

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

"Ψυχικά ευάλωτος..."



Τον κοίταξα ξανά...

Αργά σκεπτόμενος άγνωστος, να διασχίζει την καθημερινότητά του αξύριστος και έχοντας τα χέρια στις τσέπες, με το βλέμμα καρφωμένο στα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου της ζωής του. Επιμελώς κρυμμένος στη μάσκα του, προσπαθεί απεγνωσμένα να δείξει αυτό που  θα ήθελε να είναι. Μια "Καλημέρα" κατακρεουργημένη με τα μάτια του καρφωμένα μέσα στα δικά μου.

Τον ακούω να γελά δυνατά στις σπάνιες περιστασιακές παρέες μήπως και πάψει να ακούει τα ουρλιαχτά της ψυχής του. Άνθρωπος που ερωτεύεται φευγαλέα μια ευτυχισμένη στιγμή για να την σφάξει αργότερα στο βωμό της δυστυχίας του.

"Πόσα πράγματα θέλει κανείς για να είναι ικανοποιημένος; Ο,τι έχει κι ο διπλανός του και κάτι παραπάνω, έτσι, για να υπερισχύσει". Παροδικά, μέχρι να εμφανιστεί το κενό ξανά. Το αβυσαλλέο κενό του καναπέ του  που του κατασπαράζει τη ζωή αργά και αθόρυβα.

Το τηλέφωνο δεν χτυπά πια. Και το κουδούνι μόνο απ'τον ταχυδρόμο ίσως και από τον διανομέα πίτσας. Κουβέντες δεν υπάρχουν πια. Κουβέντες ουσιαστικές, καταθέσεις ψυχής  που θα τον κάνουν να νιώσει ζωντανός. Και η θλίψη απλώνεται. Ο πανικός καραδοκεί και ο ύπνος δεν έρχεται. "Δεν είναι τίποτα, θα περάσει" , σκέψη πανάκεια που επαναλαμβάνεται όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Κι ύστερα τίποτα, μόνο η αίσθηση της διαφορετικότητας να απλώνει τα αγκάθια της σαν βάτος σ'ερειπωμένη εκκλησία. Στην ίδια  εκκλησία που τα καντήλια έσβησαν πριν χρόνια και κανείς δεν τα πήρε χαμπάρι.

Ο χρόνος κυλάει αργά χωρίς καμιά διάθεση συμμαχίας. Εχθρός με λουλούδια στα χέρια που κρύβουν τρομερά αγκάθια στα σωθικά τους. Περνάει η ζωή μπροστά του με κινηματογραφική ταχύτητα - πως να την σταματησει κανείς και να θυμηθεί ένα χάδι στο μάγουλο και τα απλωμένα χέρια του φίλου που λάτρεψε,  του ίδιου φίλου που λύγισε στη φουρτούνα του εγωισμού του; Ο χρόνος, η μνήμη, τα δάκρυα που στέρεψαν μη φανεί το ευάλωτο Εγώ καθώς μετρούσε τα αργύρια των άλλων, τα μάτια που παγώνουν απέναντι στον τοίχο. Σκέψεις να τριγυρνούν γύρω απ'τα ίδια παγόβουνα, σαν βελόνα κολλημένη σε δίσκο βινυλίου, ένας μονότονος άηχος ήχος... Η τηλεόραση ανοιχτή, δανεισμένη χαρά, διέξοδος απ'τους νυχτερινούς εφιάλτες. Αναρωτιέται τι βλέπει και μονολογεί  "Τίποτα, ίσα για να μουρμουρίζει..." μ'ένα μειδίασμα ανατριχιαστικό. Γεμίζει το ποτήρι του, ίσως έτσι βρει λίγη δύναμη παραπάνω, τα τσιγάρα τελειώνουν, θα πρέπει να βγει έξω, δεν θέλει. Ο κόσμος του είναι εκεί, ανάμεσα σε ρούχα πεταμένα στο πάτωμα που έχουν να φορεθούν καιρό, δεν θέλει τίποτα παραπέρα. Δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα...

Ξημέρωσε και σηκώθηκε να τραβήξει τις κουρτίνες, ο ήλιος είναι ανεπιθύμητος. Καμιά όρεξη για δουλειά, γιατί να έχει όρεξη; Αλλιώς τα φαντάστηκε, αλλιώς ήρθαν. "Λίγο παραπάνω ευαισθητος"  έλεγε η μάνα του "μα θα τα καταφέρει..." και εκείνος την κοίταγε απορημένος με τα τεράστια μελιά μάτια του, παιδί ακόμη. "Θα τα καταφέρει!" Χιλιάδες φορές αντήχησαν τα λόγια της στο άδειο απ'τα χάπια κεφάλι του. Να ήταν μόνο εδώ.'Εστω για λίγο, μονο να του χαμογελάσει και να του το πει ξανά, μήπως  το πιστέψει και παλέψει με τα θεριά του, ίσα για να μην την απογοητεύσει.

" 'Εστω για λίγο...Μάνα..."

Λυγίζει στα γόνατα και ακουμπά το μέτωπο στο πάτωμα της κουζίνας, ουρλιάζοντας και γελώντας, γελώντας σαν εκείνη τη μεθυσμένη πόρνη που θέλησε ένα βράδυ στα στενά σοκάκια της πόλης του. Σφίγγει τις γροθιές  καρφώνοντας τα νύχια στις παλάμες του μήπως ο πόνος τον γυρίσει απ'το ταξίδι που μόλις ξεκίνησε. Μάταια. "Πρέπει να βρω άλλο τρόπο..."

Τον κοίταξα ξανά...

Να κάθεται μόνος σε μια σιδερένια καρέκλα ζαλισμένος από τα φάρμακα, περιμένοντας  υπομονετικά τη σειρά του. Οι καρποί του δεμένοι με επιδέσμους. Σήκωσε τα μεγάλα μελιά μάτια του και βυθίστηκε μέσα στα δικά μου. Κοίταξε τους επιδέσμους του με μίσος και εβαλε τις παλάμες του μπροστά στο πρόσωπό του. Χαμογέλασε και μου είπε άχρωμα: "Ψυχικά ευάλωτος..."

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...