Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Περασμένες 11...


Πρέπει να ήταν  περίπου 45 ετών. Τουλάχιστον τόσο μου επέτρεπε η μορφή της να υπολογίσω. Πάρκαρα σχεδόν μπροστά της για να πάρω ένα από τα τελευταία πακέτα τσιγάρων. Ούτε που ενοχλήθηκε. Ούτε που στράφηκε να με κοιτάξει. Την κοίταξα εγω όμως. Ήταν ξανθιά,  με ροδαλά μάγουλα και λευκό δέρμα. Δεν θύμιζε ελληνίδα μα δεν θα'παιρνα κι όρκο. Ντυμένη με ρούχα που φανέρωναν απομεινάρια. Στα χέρια της κρατούσε έναν μικρό φακό. Δεν ήταν ψηλή, ίσα-ίσα.

Περασμένες 11 το βράδυ. Μάλλον πως ήταν η καλύτερη ώρα για εκείνη. Πριν λίγο έκλεισαν τα μαγαζιά τροφίμων, αφού πρώτα είχαν απορρίψει ό,τι δεν θα πουλιόταν την επόμενη ημέρα. Έσκυψε πάνω από τον κάδο ψάχνοντας με τον φακό της. Δίπλα της είχε ένα νάυλον τσουβάλι από λίπασμα. Έσκυψε λίγο παραπάνω στον απόκοσμα φωτισμένο κάδο και άρχισε να σκαλίζει με το δεξί της χέρι. Έβγαλε έναν κεσέ γιαουρτιού και αφού τον κοίταξε, τον έριξε μέσα στο τσουβάλι της. Το ίδιο έκανε και με δυό πορτοκάλια. Ξεψάχνισε λίγο παραπάνω τον κάδο, ενα-δυο μαρούλια της φάνηκαν καλά, τα πρόσθεσε κι αυτά στο αυριανό γεύμα της οικογένειας. Συνέχισε για κάμποση ώρα να ψάχνει, μέχρι που πια τα χέρια της δεν έφταναν άλλο να σκαλίσει.

Μια στιγμή μόνο συναντηθήκανε τα βλέμματά μας. Είχα μείνει στο αυτοκίνητο με σβησμένα τα φώτα να την παρατηρώ για ώρα. Μόνο μια μικρή και αιώνια στιγμή γύρισε και με κοίταξε. Ντράπηκα. Όχι γιατί με αντιλήφθηκε πως -κατα κάποιο τρόπο- την παρακολουθώ, μα για την εικόνα που αντίκρυζα. Έμεινα εκεί. Να την παρατηρώ και να γεμίζω θλίψη και οργή.

Μια αλητόγατα κοντοστάθηκε, κοίταξε την γυναίκα κι έφυγε κάνοντας μεταβολή. Αυτός ο κουβάς δεν ήταν διαθέσιμος απόψε.

Όταν πια είχε τελειώσει με τον πρώτο κουβά, συνέχισε με τον δεύτερο. Αν έβρισκε σκουπίδια μέσα σε σακούλες, τις γυρνούσε ανάποδα για να αποκαλυφθεί το περιεχόμενό τους. Κάτι θα υπήρχε και εκεί, δεν μπορεί. Κάτι λίγο ανάμεσα στα αποτσίγαρα και τις στυμμένες λεμονόκουπες, κάτι ικανό να ηρεμήσει λίγο την πείνα. Κι έχωνε μέσα στο τσουβάλι...

Απ΄την γωνιά φάνηκε ένα νεαρό αγόρι. Γύρω στα 16. Κρατούσε στα χέρια του μια σακουλα με τυπωμένη την επωνυμία του ψητοπωλείου λίγα μετρα πιο πάνω. Την είδε. Αυθόρμητα έσφιξε την σακούλα πάνω του και επιτάχυνε το βήμα του. Εκείνη ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει. Μόλις την προσπέρασε, χαλάρωσε ξανά τα χέρια του και έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της. Κάτι θα του φάνηκε παράξενο, ίσως κάτι να του φάνηκε και τραγικό... Όπως και να είχε, εκείνος θα έτρωγε απόψε. Οχι κάτι μουχλιασμένο.

Έσβησε τον φακό της και τον έβαλε στην τσέπη της. Λύγισε λιγάκι τα γόνατά της και φόρτωσε στην πλάτη της το τσουβάλι, μισογεμάτο. Κίνησε να φύγει. Καμιά απ'τις δυό μας δεν ήξερε αν η επόμενη στάση της θα ήταν στο σπίτι ή στην επόμενη συστάδα κάδων.  Πριν χαθεί στο σκοτάδι του δρόμου, έψαξα βιαστικά να βρω που είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η δική της ή η δική μου. Δεν είχε σημασία.

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...