Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

"Γιορτές" είπες;


    Το'πες! Το'πες, τ'άκουσα! Και τι θες τώρα, να χαρώ;
    Θα χαιρόμουν, αν ήμουν ακόμη κούτσικο, που θα τη γλίτωνα απ'το δημοτικό για δυο βδομάδες κι απ΄την πρωινή κουδούνα. Θα χαιρόμουν γιατί θα με βουτούσε η μάνα μου παραμονές, θα μου 'παιρνε καινούρια παπούτσια και μετά θα με κερνούσε ζεστούς λουκουμάδες στο Μεϊντάνι. Θα χαιρόμουν γιατί θα μετρούσα τις μέρες μέχρι να΄ρθει εκείνος ο χοντρός παππούλης να μου φέρει ένα κατιτίς, το οποίο θα υπολόγιζα για θησαυρό και για το οποίο θα κοκορευόμουν στις συμμαθήτριές μου. Θα χαιρόμουν γιατί θα βουτούσα τα παιδικά μου δαχτυλάκια στην άχνη του κουραμπιέ - και του δικού μου και των άλλων και λαίμαργα θα ήξερα πως είχα τον κόσμο δικό μου. Κι όταν θα τέλειωνε το δεκαπενθήμερο και θα γυρνούσα η κατεργάρα στον πάγκο μου θα ήμουν απολύτως -παιδικά- σίγουρη πως πέρασα τις καλύτερες γιορτές του κόσμου!
   Ωραίο,ε;

   Ναι, ναι, θαυμάσιο, το ξέρω! Έλα τώρα, να σου δείξω κι άλλα θαυμάσια κι είμαι σίγουρη  πως θα δεις κι εσένα εκεί σε μια γωνίτσα των δικών μου αναμνήσεων.
   Πως και πως περίμενα. Μετρούσα τις μέρες από τον Νοέμβρη. Και δειλά-δειλά ρωτούσα: "Μαμά, πότε θα στολίσουμε το δέντρο;" -"Νωρίς είναι!" μου απαντούσε αυστηρά. Που να τολμήσω να το επαναλάβω μέσα στο επόμενο τριήμερο. Κατά τις 20 του Δεκέμβρη ερχόταν η πολυπόθητη στιγμή.
   Το δεντράκι πλαστικό και κακοτερένιο, από αυτά που είχαν μονοκλάδια σ'ένα αφύσικο πράσινο χρώμα. Κοντό σαν και το παιδικό μου μπόι. Είχαμε κι ένα τραπεζάκι ξύλινο μικρό και το βγάζαμε 'κει πάνω -σαν παιδάκι που έλεγε ποίημα την 28η Οκτωβρίου- και το καμαρώναμε. Κι εμείς κι οι γείτονες. Απαραιτήτως κοντά σε παράθυρο. Τραβούσαμε και την κουρτίνα να φαίνεται καλά απ'έξω γιατί ήταν must τότε. Δέντρο χωρίς τραβηγμένη κουρτίνα ήταν καταδικασμένο!
   Έβγαινε το λοιπόν το δέντρο από την αποθήκη, έβγαινε και η κούτα με τις μπάλες και τα φωτάκια. Μια σειρά πολύχρωμα φωτάκια που δε φτάνανε ποτέ κι αναβε ένα δεξιά κι ένα αριστερά. Πολύχρωμα με κάτι αγκαθωτά διακοσμητικά, διάφανα που αγκυλώνανε τα παιδικά δαχτυλάκια. Οι μπάλες γυάλινες. Και καμμιά ίδια με την άλλη. Τυλιγμένες μία-μία σε χαρτοπετσέτα, μην ακουμπήσουν τα γυαλιά μεταξύ τους και τριφτούν. Ανοίγαμε τη χαρτοπετσέτα, βγάζαμε τη μπάλα, την κοιτάγαμε στο φως της μέρας σαν ακτινογραφία και την κρεμάγαμε στην άκρη του μονού κλαδιού που προηγουμένως του είχαμε χώσει μια λωρίδα βαμβάκι - τάχα μου χιόνι. Ιεροτελεστία ολόκληρη. Και τρόμος μη σπάσουμε κάποια. Και πάντα έσπαγε μία τουλάχιστον. Θρύψαλλα πάνω στο χαλί. Και ποτέ καμμιά αποθανούσα μπάλα δεν αντικαταστάθηκε. Μπάλα-μπάλα το δέντρο ήταν έτοιμο. Βάζαμε και μια κορυφή -γυαλινη επίσης και συνεπώς κάπως βαριά- που έκανε το κλαδί της κορυφής να ψιλογέρνει, πότε δεξιά, πότε αριστερά. Δέντρο-υπερπαραγωγή στα παιδικά ματάκια. Ερχόταν και η φάτνη δίπλα στα πλαστικά του ποδάρια και το αποτελείωνε. Εγώ πάντως το έβλεπα πανέμορφο.

   Τα Χριστούγεννα  στο σπίτι εμφανίζονταν λογιώ-λογιώ καλούδια: κάστανα, φυστίκια κελυφωτά, αποξηραμένα βερίκοκα, σοκολατάκια Τζοκόντα ή Νουαζέτα και κουραμπιέδες. Παραμονές Πρωτοχρονιάς εμφανίζονταν ως γκεστ σταρ τα μελομακάρονα, τα ξεροτήγανα, η βασιλόπιτα και η αγοραστή μπογάτσα. Αλλά τη χάρη της σκέτης άχνης ζάχαρης δεν την είχε τίποτα απ'όλα αυτά. Ούτε τη χάρη του δέντρου μου.

   Παραμονές βγαίναμε για τα κάλαντα. Πρωί-πρωί. Τριγωνάκι δεν είχα. Μόνο φωνούλα. Δυό κοριτσάκια, άντε τρία με το ζόρι. Παίρναμε ένα νάυλον σακουλάκι και πιάναμε σειρά-σειρά τα σπίτια. Κάνα τάλληρο, κάνα δεκάρικο, στη καλύτερη κάνα 'κοσάρικο. Κι αμα ήτανε "χοντρό" το ψιλό, στο επόμενο σπίτι γκαρίζαμε πιο δυνατά από τη χαρά μας και ξεκουφαίναμε τις νοικοκυράδες. 'Οχι οτι αυτό βοηθούσε στα κέρδη, αλλά εμείς ήμασταν τόσο ενθουσιασμένες που μάλλον οι τσιρίδες ξεπετάγονταν αυθόρμητα. Κατά τις 11 σταματούσαμε. Μαζευόμασταν σ'ένα σπίτι, τα αδειάζαμε όλα στο τραπέζι και μας τα μοίραζε η μάνα του σπιτιού-μη κάναμε κάνα λάθος εμείς. Και μετά άρχιζαν οι ερωτήσεις απ'τους μεγάλους:
-Πόσο σου'δωσε η κερά Μαρίκα;
-Ένα τάλληρο!
-Πφφ...Η μπακάλισσα;
-Ένα τάλληρο!
-Δε μπορούσε να δώσει τίποτα παραπάνω; Τόσα λεφτά της δίνουμε κάθε βδομάδα! Ποιοι σας έδωσαν τα εικοσάρικα;
Και πήγαινε λέγοντας. Πηγαίναμε τα κέρματα στη μπακάλισσα μετά και μας τα έκανε χάρτινα. Ότι προλαβαίναμε τα κάναμε γλυκατζούδια και μυρωδάτες γομολάστιχες. Τα υπόλοιπα μας τα κρατούσε η μάνα να τα φυλάξει στον σιδερένιο κουμπαρά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Σαν μπορούσαμε ας μην την τα δίναμε...

   Γράμμα στον Αη Βασίλη δεν θυμάμαι να έγραψα ποτέ. Ίσως γιατί η μάνα μου δεν ήξερε να διαβάζει καλά. Ερχόταν μόνο του το δώρο μετά από προφορική παραγγελία. Αλλά ποτέ δεν ερχόταν αυτό που είχα ζητήσει. Δε βαριέσαι, λεπτομέρειες!

    Κάποιες χρονιές κατεβαίναμε βολτίτσα στο κέντρο της πόλης. Να δούμε τη φάτνη που έστηνε ο δήμος, να βγάλουμε και μια αναμνηστική σαν άλλα προβατάκια δίπλα στο Θείο Βρέφος και να χαζέψουμε βιτρίνες φωτεινές. Κι ενα παράξενο πράγμα βρε παιδί μου...Ό,τι έβλεπα, το ήθελα, μου έκανε απόλυτη ανάγκη. Τώρα, το τι ακριβώς έπαιρνα είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Το πολύ-πολύ κανα μαλλί της γριάς. Άσπρο. Το ροζ ακαλύφθηκε αργότερα, μαζί με τον τροχό.

   Ανήμερα Πρωτοχρονιάς μας ξυπνούσε η μάνα πριν ξυπνήσει ο κύρης μας. Βάζαμε τα σχολιανά μας, πλέναμε μούτρα και καλοχτενιζόμασταν και περιμέναμε να σηκωθεί ο πατέρας να του ευχηθούμε. Εκείνος έτεινε το χέρι κρατώντας στη χούφτα του ένα χαρτονόμισμα κι εμείς κάναμε ένα ωραιότατο χειροφίλημα ως ένδειξη σεβασμού και τσιμπούσαμε το λεφτό για να είναι πλούσια και καρποφόρα η χρονιά μας. Και πριν προλάβει να ιδρώσει το χαρτονόμισμα στο χέρι μας, πήγαινε υπέρ σιδερένιου κουμπαρά. Αν κάποια στιγμή δεν άνοιγε αυτός ο κουμπαράς ώστε να διαπιστώσω το σύνολο των παιδικών μου μόχθων θα είχα πιστέψει ότι μας τα έπαιρναν για να μας τα ξαναδώσουν του χρόνου.

  Από εκείνη την εποχή πέρασαν πολλά-πολλά Χριστούγεννα, όλα διαφορετικά κι όλα όμοια μεταξύ τους. Η μαγεία σιγά-σιγά άρχισε να ξεφτίζει και να γίνεται πραγματικότητα. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι αργά και βασανιστικά πως οι γιορτές δεν έχουν πια το ίδιο νόημα, δεν γεννούν τα ίδια συναισθήματα και δεν έχουν την ίδια μυρωδιά όπως εκείνη που οσμίζονταν τα παιδικά μου ρουθουνάκια. Απογοήτευση; Όχι. Μάλλον νοσταλγία.

  'Ισως οι πιο όμορφες γιορτές του χρόνου για τον κόσμο να είναι τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Τόσα φωτάκια ν'αναβοσβήνουν με ξέφρενους ρυθμούς, τόση λάμψη μέσα απ'τη χρυσόσκονη, τόση ξαφνική αγάπη διάχυτη, όλοι λατρεύουν και κατανοούν αλλήλους, δώρα πάνε κι έρχονται, συναντιούνται κι οι οικογένειες που έχουν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι απ'το Πάσχα (ή ακόμη κι από πέρυσι τέτοιο καιρό) και τρωγοπίνουν, παίρνουν κανα ψιλό κι όσοι δεν έχουν απ'αυτούς που έχουν, κι όλοι είναι ευτυχισμένοι χαϊδεύοντας τις χορτασμένες κοιλιές τους. Ω, τι λατρεμένο κλίμα! Μέχρι να βγουν τα φωτάκια από την πρίζα. Μετά όλοι οι εγκεφαλοι στουμπωμένοι απ'το λίπος και το κρασί παθαίνουν αμνησία.

   Δεν είναι για μένα όμως. Ίσως ούτε για σένα που δεν περιμένεις να σκεφτείς και να σε σκεφτούν ειδικά αυτές τις μέρες. Που δεν περιμένουμε να μας θυμήσουν τα φώτα της γιορτής αυτούς που έχουν την ανάγκη  μας. Που δεν περιμένουμε την ευχή αυτών που μας έχουν ξεχάσει  επί έναν ολόκληρο χρόνο. Που δε μας υπνωτίζουν τα λαμπάκια που αναβοσβήνουν, ούτε ντύνουν χρυσά τα όνειρά μας τα στολίδια στους βρεγμένους δρόμους. Που έχουμε να ακούσουμε τα κάλαντα εδώ και χρόνια στην πόρτα μας γιατί βαριούνται τα καλοζωϊσμένα παιδάκια να ανέβουν έναν όροφο πιο πάνω με τα πόδια. Που ο δικός μας ξυπόλητος Θεός δεν έχει συγκεκριμένη χρονική στιγμή για να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

  Σε λίγες ώρες ξημερώνει παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μακάρι να μπορούσα να βουτήξω ξανά τα δάχτυλά μου στην άχνη ζάχαρη και να λερώσω την ψυχή σας με γλύκα και λευκό χρώμα.

  Ας είναι μια καλύτερη χρονιά αυτή.


Στην αδερφή μου. Σ'αγαπάω.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Το παιδικό συσσίτιο




     Καθώς οδηγούσα το πρωϊ για να πάω στη δουλειά μου - ναι, εκείνη τη δουλειά που θα έχω για πολύ λίγο ακόμη - άκουσα στο ραδιόφωνο πως η κυβέρνηση μελετά την διανομή συσσιτίων στα σχολεία προκειμένου να αποφευχθούν νέα επεισόδια λιποθυμίας μαθητών λόγω ασιτίας.
     Γύρισα σχεδόν 30 χρόνια πίσω. Στο δημοτικό, κάπου στην Τρίτη ή στην Τετάρτη τάξη. Δημόσιο σχολείο. Σ'ένα παράπηγμα κάναμε μάθημα, στα ξύλινα μονοκόμματα θρανία, σε μια αίθουσα χωρίς παράθυρα, μόνο με μια σειρά φεγγίτες με βρώμικα τζάμια και μισοξεκολλημένους στόκους που μαδούσαν και πέφταν πάνω μας. Για θέρμανση ούτε λόγος. Με τα κασκόλ μαθαίναμε την προπαίδεια, τα κασκόλ που είχαν φτιαχτεί από την παλιά ξεπλεγμένη μάλλινη μπλούζα που δε μας έκανε πια. Κι αν είχαμε κασκόλ. Αλλιώς μαζευόμασταν σαν τα πουλάκια του χειμώνα: οι ώμοι κολλημένοι στ'αυτιά και τα χέρια μέσα στα μανίκια της μπλούζας. Δύσκολοι καιροί.
    Κυλικείο είχαμε στο κεντρικό κτήριο του δημοτικού σχολείου. Χαρτζηλίκι ημερήσιο δεν είχαμε οι πιο πολλοί. Κανένα δεκάρικο μόνο ή εικοσάρικο, αν είχε κέφια ή φράγκα ο πατέρας - δηλαδή σπανίως. Χαζεύαμε τον Δημόκριτο και τον Περικλή πάνω στα νοσμίσματα -όποτε τα είχαμε- και νιώθαμε πλούσιοι. Βάζαμε και ξαναβάζαμε το χέρι στην τσέπη να βεβαιωθούμε οτι ήταν εκεί τα κέρματα κι ότι δεν τα χάσαμε καθώς παίζαμε στα διαλείμματα, τουλάχιστον μέχρι να πεινάσουμε και να πάμε να πάρουμε κάνα κουλούρι με σουσάμι ή κανένα Φοφίκο ή Πάφς. Τις πιο πολλές μέρες πηγαίναμε σχολειό και τη βγάζαμε μέχρι το μεσημέρι που σχολούσαμε με το γάλα που είχαμε πιει σπίτι πριν φύγουμε. Κι αν το είχαμε πιει και δεν είχε πάει υπέρ νεροχύτου σιφώνιον.  Τίποτα άλλο. Γουργούριζε η κοιλίτσα μα δεν είχαμε και πολλές επιλογές. Και δε θυμάμαι να μας πολυένοιαζε κιόλας.
    Κάπου εκεί, θυμάμαι για ένα μεγάλο διάστημα, στα διαλείμματα να φέρνουν τσίγκινα πεντόλιτρα δοχεία, κάτι σαν τεράστιες κονσέρβες, γεμάτα χυμό ροδάκινο. Είχαμε τα ποτηράκια μας από το σπίτι, εκείνα τα σπαστά τα πλαστικά που γινόταν μια σταλιά κι αμα έβαζες υγρό μέσα χυνόταν από τις χαραμάδες, και περιμέναμε στην ουρά να πιούμε απ'τον χυμό που -ομολογουμένως- μας άρεσε. Κάποτε οι χυμοί τέλειωσαν και μας έφερναν πορτοκάλια. Που να το φας το πορτοκάλι χωρίς μαχαίρι...και χωρίς να'ναι παραδίπλα η μάνα να στο καθαρίσει. Παρόλα αυτά, το φέρναμε βόλτα το πορτοκαλάκι που μας αναλογούσε. Καρφώναμε τα νύχια μας μέχρι να σκίσουμε λιγάκι τη σάρκα του κι αμα κάναμε την τρυπούλα χώναμε το παιδικό δαχτυλάκι και το ξεφλουδίζαμε σαν τα μαϊμουδάκια. Δεν θυμάμαι ποιός μας τα έφερνε και γιατί και τότε δεν μας πολυενδιέφεραν τετοιες πληροφορίες. Φτάνει που κάτι είχαμε. Κι ας περιμέναμε στην ουρά σα φαντάροι χάνοντας το παιχνίδι του διαλείμματος...
    Καμμιά σχέση το τότε με το τώρα. Το ξέρω, μα αυτές οι εικόνες μου ήρθαν εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Τότε ήταν δύσκολα, τώρα ακόμη δυσκολότερα. Δύσκολα γιατί οι γονέοι μας συνήθως προσπαθούσαν να κάνουν καλλιμέντο και μας παρείχαν τα απολύτως απαραίτητα με αυστηρότητα, κοιτάζοντας μπροστά με αισιοδοξία και φροντίζοντας για όσα παιδιά είχαν αραδιάσει. Τώρα είναι όλα διαφορετικά. Οι γονέοι των παιδιών αυτών που λιποθυμούν απλά δεν έχουν. Ούτε τον τρόπο, ούτε την αισιοδοξία. Θένε κι αν δε θένε στερούν. Και στερούν βασικά αγαθά απ'τα παιδιά τους όπως η τροφή. Σε μια εποχή που είναι λογική η εξέλιξη προς το καλύτερο, σε μια εποχή που είναι ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟ (τάχα μου) να μην καλύπτονται οι βασικές ανάγκες του ανθρώπου.
    Δεν θα κρίνω τους λόγους που έφεραν τους ανθρώπους σ'αυτό το στάδιο, θα ξεφύγω πολύ και δεν θέλω. Μ'ενδιαφέρει μόνο το αποτέλεσμα. Αν και με ενοχλεί αφάνταστα να δείχνει, υποτίθεται, ενδιαφέρον μια κυβέρνηση μοιράζοντας συσσίτια, μετά από επαναλαμβανόμενα λιποθυμικά επεισόδεια μαθητών. Η ίδια κυβέρνηση που έστειλε αυτούς τους γονείς σπίτια τους, άνεργους και χωρίς προοπτική. Αυτοί οι γονείς δεν θέλουν την κρατική ελεημοσύνη γι'αυτούς και τα παιδιά τους, δουλειά θέλουν και την αξιοπρέπειά τους πίσω. Ακούς Ελλάδα;
    Κοντά στο 2012. Ζω. Ή νομίζω πως ζω.  Κοντά στο 2012, υπάρχει κόσμος εκεί έξω που λιποθυμά από την πείνα και (φυσικά) κόσμος που δεν πιστεύει οτι συμβαίνει αυτό. Κοντά στο 2012, οι βασικές ανάγκες του παιδιού δεν καλύπτονται εξ'ολοκλήρου κι ούτε πρόκειται να καλυφθούν μ'ένα συσσίτιο-προσφορά απ'το ανάλγητο κράτος. Κι ακόμα είμαστε στην αρχή.


Φωτογραφία: Αρχείο Δ. Κεραμιδά
1946. 11ο Δημοτικό Καβάλας. Συσσίτιο για τα παιδιά μια εποχή που ένα πιάτο φακές ήταν μέγα ζητούμενο. Διακρίνονται η (θρυλική) διευθύντρια Ευθαλία Χριστοδουλίδου και ο δάσκαλος Άγγελος Άμποτ με τις τραπεζοκόμες. Τα αγόρια κούρεμα «γουλί» για την αποφυγή ψειρών, τα κορίτσια κοτσιδάκια. Τρώνε στο ημιυπόγειο του σχολείου - σήμερα αίθουσα Μουσικής. Το βλέμμα των αγοριών τα λέει όλα… 

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...