Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Το γενόσημό μου μέσα!

Μεγάλος ντόρος. Αντιδράσεις, συνωμοσιολογίες, πανικός, ανάλυση νόμων, ατέλειωτες συζητήσεις στα παράθυρα, ποιος θα τα πάρει και ποιος θα γίνει φτωχότερος. Πολύ κακό για το τίποτα. Μη βιαστείς να φουντώσεις, θα το πιστέψεις κι εσύ αν ανοίξεις τα μάτια σου και κάτσεις να διαβάσεις, να σκεφτείς και να βγάλεις τα συμπεράσματά σου. Και μετά θα μπορούμε να κάνουμε μια συζήτηση ξέροντας τι λέμε ο καθένας. 
Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου: Δεν είμαι γιατρός, ούτε φαρμακοποιός, ούτε φαρμακευτικός αντιπρόσωπος μα ούτε και τσιράκι κυβερνητικό. Πολίτης σαν κι εσένα είμαι, μόνο που μ’ αρέσει να μην καταπίνω σαν κουτορνίθι ό,τι μου πασάρουν. Ουσιαστικά, αυτή θα είναι μια επιφανειακή προσέγγιση του θέματος και μια απλή κατάθεση των δικών μου σκέψεων, χωρίς πολλά-πολλά. Ψάξ’το παραπάνω εσύ άμα σ’ ενδιαφέρει.  

Τι είναι τα γενόσημα φάρμακα;
   Generics κατά την αγγλικήν. Αυτό που θα ‘λεγε η αγράμματη γιαγιά μου «το ίδιο, μα με άλλο όνομα» - δηλαδή φάρμακα με πανομοιότυπη δραστική ουσία (αυτή που θα σε κάνει καλά, θα σε ξετινάξει ή θα αδιαφορήσει με σένα) αλλά με διαφορετικά έκδοχα και πρόσθετα από το πρωτότυπο. Τα έκδοχα είναι αδρανείς ουσίες που χρησιμοποιούνται για να κάνουν το χαπάκι χαπάκι ώστε να το καταπιείς και να για απορροφηθεί η κρεμούλα που βάζεις στο χεράκι άμα καείς. Σκάνε μύτη κάποια χρόνια μετά που θα βγει το πρωτότυπο (μια 20ετία λέει το πρωτόκολλο) και είναι σαφώς φθηνότερα κατά 30%-50% αφού δεν ξόδεψαν και πολλά κατά την παρασκευή – όλο το κουπί[1] το έχει τραβήξει το πρωτότυπο.

Είναι επικίνδυνα τα γενόσημα φάρμακα;
 ►Πρώτον: Βιοϊσοδυναμία. Μη τρέχεις να κρυφτείς, θα στο πω απλά: Παίρνουμε δύο ομάδες ανθρώπων, ένα πρωτότυπο φάρμακο κι ένα γενόσημο. Στο ένα γκρουπ δίνουμε πρωτότυπο, στο άλλο δίνουμε γενόσημο σε ίδιες δόσεις. Και μετά αρχίζουν οι εξετάσεις αίματος ανά καθορισμένα χρονικά διαστήματα. Τι θα μας δείξει αυτό; Αν το γενόσημο επιδεικνύει ισοδύναμα επίπεδα ασφαλείας, αποτελεσματικότητας και ποιότητας με το αντίστοιχο πρωτότυπο[2]. Γιατί στο είπα όλο αυτό; Γιατί να εγκριθεί ένα γενόσημο και να βγει στην αγορά περνά από τους ίδιους εξονυχιστικούς ελέγχους όπως και το πρωτότυπο. Και φυσικά ένας απ’τους βασικότερους ελέγχους είναι η βιοϊσοδυναμία.
►Δεύτερον: Μαλαισία, Ινδία και Κίνα. Ασφαλώς και υπάρχει κίνδυνος όταν τα γενόσημα εισάγονται ανεξέλεγκτα – το ίδιο επικίνδυνα με τα φτηνά φάρμακα που αγοράζεις από το ίντερνετ από αμφιβόλου ποιότητας προμηθευτές. Εδώ παίρνει θέση η πολιτεία που μέσω των μηχανισμών της – στην προκειμένη μέσω του ΕΟΦ – θα πρέπει να διασφαλίσει την βιοϊσοδυναμία των φαρμάκων που θα κυκλοφορήσουν και θα διατεθούν. Επιβάλλεται η διαδικασία αυτή και μια που ξύπνησε ο δικηγόρος του διαβόλου μέσα μου, ρωτώ: Μπορεί; Μπορεί! Είναι ικανή; Αλλουνού παπά Ευαγγέλιο!
►Τρίτον: Ο δράκος των αλλεργικών αντιδράσεων και των παρενεργειών που προκαλούνται από τα γενόσημα. Ο τσικαλάς κολλάει το αυτί όπου θέλει. Τα φάρμακα είναι δηλητήρια, γνωστόν τοις πάσι. Εξίσου βλαβερό μπορεί να γίνει και το πρωτότυπο - και το αντίστροφο φυσικά.

Γιατί τόση φασαρία με τα γενόσημα; 
   Γιατί πάντα πρέπει να βρίσκει κάτι ο κόσμος να ασχολείται ή να πανικοβάλλεται. Ερωτώ: Τόσο καιρό που παίρνεις γενόσημα (βλέπε Panadol αντί για Depon – το πιο απλό που θα μπορούσα να σου πω, έχεις πάρει κι άλλα προφανώς αλλά χαμπάρι δεν πήρες) γιατί δεν έβγαζες άχνα; Γιατί τώρα στο ταΐζουν πρωι-μεσημέρι-βράδυ και όχι με τον καλύτερο τρόπο. Τα ίδια και με τον σάλο της γρίπης Η1Ν1. Έτρεχες με τα πόδια στους ώμους να κάνεις ένα εμβόλιο που κάποια στάδια μέχρι την παραγωγή του είχαν υπερπηδηθεί μόνο και μόνο για να φας την τσιμπιά στο μπρατσάκι (αφού υπέγραφες συναινετικά – γιατί άραγε;) και να προστατευτείς απ’το να δεις τα ραδίκια ανάποδα. Έτσι δε σου’χαν πει; Σου υπενθυμίζω και δε θα βαρεθώ να στο λέω: Πριν βγεις στους δρόμους πανικοβλημένος κι αλαλάζων κάτσε να διαβάσεις, να πληροφορηθείς έγκυρα, να συγκρίνεις και να χρησιμοποιήσεις την κρίση σου.
    Ένας άλλος λόγος είναι η εξοικονόμηση χρημάτων, δε ξέρω και εγώ πόσα δις υπολόγισαν, από την μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης. Τς, τς, τς ! Άλλη μια εσφαλμένη εντύπωση της πολιτείας και σου εξηγώ αμέσως το γιατί: Κάθε γιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει τα νεότερα φάρμακα (δηλαδή τα πρωτότυπα που είναι ακόμη μέσα στην πατέντα) από κάθε θεραπευτική κατηγορία είτε γιατί έτσι αισθάνεται ασφαλής για την θεραπευτική αγωγή του ασθενούς του είτε για άλλους ευνόητους λόγους, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή στη ραγδαία αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης. Κάτι ανάλογο με την πατάτα (εκφράζομαι κοσμίως) των αποδείξεων στη φορολογική δήλωση πέρυσι. Οι κουφιοκεφαλάκηδες του Υπουργείου Υγείας μάλλον δεν τα’χουν σκεφτεί όλα.
    Παιχνίδι γάτας-γάτας. Ποιος θα πάρει τα ηνία; Οι γιατροί ή οι φαρμακοποιοί; Καλή ερώτηση. Εδώ θα πρέπει να ξέρεις ότι τον ρόλο της παύλας ανάμεσα στις γάτες τον έχεις εσύ. Ο γιατρός σου γνωρίζοντας το ιστορικό σου, την πάθησή σου και τις ανάγκες σου, σου γράφει την δραστική ουσία. Πας στον φαρμακοποιό. Ο φαρμακοποιός οφείλει να σε ενημερώσει κι εσύ να συμφωνήσεις[3] για το σκεύασμα που θα πάρεις. Ουπς! Τόμπολα! Κάπου εδώ θα πρέπει να καταλάβεις πως σε κανέναν δεν έχουμε τυφλή εμπιστοσύνη (βλέπεις στον Θεό του κέρδους όλοι ευάλωτοι είναι) και πως θα πρέπει επιτέλους να μάθεις τι είναι αυτό που καταπίνεις κι όχι μόνο ν’ ακούς τραγουδάκια στο YouTube. Επίσης, έχεις δικαίωμα να πάρεις το πρωτότυπο φάρμακο εφόσον αφαιρεθεί η αξία του γενόσημου και βέβαια αφού πληρώσεις τη διαφορά. Ωραία, αν βαστάει το πορτοφόλι σου δεν υπάρχει πρόβλημα.


Τι να κάνω; Τα΄χασα!
    Δεν τα΄χασες, μια χαρά είσαι. Μόνο που δε θα σου πω εγώ τι θα κάνεις – μεγάλο παιδί είσαι. Εξαρτάται από τον γιατρό σου αν θα σου δώσει γαστροπροστασία με την αντιβίωση (άνευ σημασίας η συγκεκριμένη κίνηση), συνεπώς περισσότερα φάρμακα που δεν έχεις λόγο να παίρνεις και περισσότερα χρήματα που θα ξοδέψεις για να τα αγοράσεις. Εξαρτάται από τη σχέση σου με τον φαρμακοποιό ή κι από τον ίδιο τον φαρμακοποιό τι σκεύασμα θα σου προτείνει, εξαρτάται από εσένα αν θα πάρεις το γενόσημο ή αν θα τα ακουμπήσεις για το πρωτότυπο. Εξαρτάται από σένα αν θα αναφέρεις στο γιατρό σου τις τυχόν ενοχλήσεις από κάποιο σκεύασμα ώστε κι εκείνος με τη σειρά του να ακολουθήσει τις διαδικασίες της φαρμακοεπαγρύπνησης ή να σου προτείνει εναλλακτικές λύσεις . Εξαρτάται από σένα αν θα συμμετέχεις ή αν απλά θα κάθεσαι να καταριέσαι την άδικη ζωή σου. 
   Κακώς επιβάλλουν η δωρεάν (;) υγεία να περιορίζεται μόνο στα γενόσημα. Θα έπρεπε να ενεργοποιηθούν διαφορετικοί μηχανισμοί ώστε να μειωθούν οι φαρμακευτικές δαπάνες. Παρόλα αυτά σταμάτα να πιστεύεις πως θέλουν να σε σκοτώσουν. Όλα ένα παιχνίδι κέρδους είναι, το’χεις καταλάβει άλλωστε. Μα ακόμα κι αν θέλουν, να’ χεις τα μάτια σου ανοιχτά. Μάθε να αξιοποιείς τις πληροφορίες και μη σταματάς να πληροφορείσαι από έγκυρες πηγές κι όχι από ανυπόγραφα άρθρα πανικού που διατυμπανίζουν πως θα σου κόψουν 7 χρόνια ζωής (πότε πρόλαβαν να κάνουν τη μελέτη αυτή; Κι αν πρόλαβαν που είναι να τη δούμε κι εμείς;) με τα γενόσημα και από υποκινούμενους τύπους κάθε πολιτικού και επαγγελματικού επιπέδου που ζέχνουν προσωπικό συμφέρον. Κόψε το μετακατοχικό σύνδρομο που σε καταβάλλει (φθηνότερο = χειρότερο). Μάθε, ψάξε, δράσε και υπερασπίσου το δικαίωμά σου. Να’σαι έξυπνος μα όχι εξυπνάκιας.
    
   Προσωπικά δεν προτιμώ τα πρωτότυπα από τα γενόσημα ή το αντίστροφο, ούτε υποστηρίζω τα πρώτα ή τα δεύτερα. Έχω πάρει και από τα δυο εξίσου. Σίγουρα όμως αποκλείω απ’τις προτιμήσεις μου όλους αυτούς τους καταστροφολόγους που ντε και καλά θέλουν να μου πουλήσουν την  άποψή τους όσο-όσο. Έχω κρίση άνθρωπε και μ’ έχεις ζαλίσει τόσο καιρό, το γενόσημό μου μέσα…

  

[1] Κουπί: Έρευνες, μελέτες απόδειξης της βιολογικής αξίας της δραστικής ουσίας, προώθηση του φαρμάκου στην αγορά κλπ.
[2] Μαργαρίτη Ειρήνη – Το καθεστώς των γενόσημων φαρμάκων στην Ε.Ε., σελ.25
[3] http://enne.gr/wp-content/uploads/2012/03/neos_nomos_se_fek.pdf
Καταγεγραμμένη σκέψη μου ως  έπεα πτερόεντα στο blog "Αντίπαλοι". Δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου 2012.  
◙ Γραφικό: http://arlenepasajecartoons.blogspot.com

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ένα μαύρο κουβάρι στο δέντρο



   Βροχερή μέρα και σήμερα. Επέλεξα να περπατήσω, όχι τόσο για να κάνω οικονομία όσο για να ξεφύγει το μυαλό μου και να γεμίσει νέες και παλιές εικόνες. Δε φοβάμαι τη βροχή, αντιθέτως, συνήθως ξεχνώ σκόπιμα την ομπρέλα μου.
   Περπατώντας, λοιπόν, στους βρεγμένους δρόμους, την είδα να κάθεται κουκουβισμένη* μπροστά από ένα δέντρο, θαρρώ μια μουριά γυμνή, να ζητιανεύει με κλαψουριστή φωνή.  Φορούσε ολόμαυρα ρούχα - μα τι παράξενο, όχι τα μαύρα λερωμένα ρούχα των συνηθισμένων ζητιάνων αλλά καθαρά, πεντακάθαρα μαύρα ρούχα. Μέχρι και τα παπούτσια της καθαρά ήταν. Το κεφάλι της ήταν σκυμμένο και καλυμμένο με ένα μαύρο μαντήλι κι η φωνή της καθαρή. Τόσο καθαρή που άρχισαν να με κυριεύουν οι αμφιβολίες. Πέρασα από δίπλα της με τα μάτια στραμμένα πάνω της να την εξετάζουν σχολαστικά και περίεργα - μα αυτό κρατάει μια στιγμή, όσο και τα βήματα που χρειάζονται για να την προσπεράσουν.
   Είναι ελάχιστες οι φορές που όταν προσπεράσω κάτι ή κάποιον στρέφω πίσω το κεφάλι για μια δεύτερη ματιά και σήμερα το έστρεψα. Τόση εντύπωση μου έκανε ένα μαύρο κουβάρι από ρούχα.
   Στην επιστροφή δεν άλλαξα δρόμο, ξαναπέρασα από το ίδιο σημείο. Κι εκεί, μπροστά στη γυμνή μουριά, κουκουβισμένο στην ίδια θέση ήταν ακόμη το μαύρο κουβάρι να ζητιανεύει με κλαψουριστή μα καθαρή φωνή. Μου'ρθε μια στιγμή να σκύψω και να της σηκώσω το κεφάλι, να δω τα μάτια της και να κρίνω πόσο αληθινή ή ψεύτικη είναι. Να δω άμα θα τα χάσει ή άμα θα ντραπεί. Άμα θα φοβηθεί ή αμα θα μου βάλει τις φωνές με θράσος. Μα δεν το'κανα.
   Για δεύτερη φορά την προσπέρασα και τράβηξα κατά την βρεγμένη ανηφόρα. Σ'ολο το δρόμο ένα μαύρο κουβάρι ήταν στο μυαλό μου με τους δυό εαυτούς μου να το επεξεργάζονται και να συγκρούονται. Να'ναι τάχα μου πραγματική αυτή η εικόνα ή να'ναι αλλη μια απατεώνισσα που εκλιπαρεί με θυμό να στερηθώ εγώ για να έχει αυτή; Κι αν είναι αληθινή τι μαρτυρούν τα χαρακτηριστικά της; Ποια ήταν πριν; Πως έζησε και γιατί κατάντησε έτσι; Θα μπορούσα να είμαι στη θέση της. Μια κίνηση είναι μόνο: να ψάξω για ψιλά στις τσέπες μου.
   Μα αν είναι ψεύτικη; Μα αν παίζει με τις εικόνες που σχηματίζονται στο μυαλό μου; Αν παίζει με την ευαισθησία μου; Αν ζητιανεύει χωρίς να το αξίζει μερίδιο απ'το πορτοφόλι μου; Να κόψω από εμένα για να της δώσω εκείνης; Εκείνης με τα καθαρά ρούχα και την καθαρή φωνή; Εκείνης που τα χρόνια της δε συμβαδίζουν με την πολύωρη στάση του σώματός της; Ποιά χρόνια της; Μήπως είδα το πρόσωπό της; Τι γίνεται; Τι δε μου πάει καλα; Πόσο φοβάμαι την εξαπάτηση; Και γιατί τη φοβάμαι; Τι φοβάμαι τελικά; Αρνούμαι την εικόνα της από φόβο μη βρεθώ στη θέση της;
   Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πω. Μπερδεύομαι, γίνομαι κι εγώ ένα άλλο κουβάρι. Προς το παρόν χρωματιστό. Αύριο δεν ξέρω.
 
Φιλοξενούμενη σκέψη μου στο blog "Από σήμερα άνεργη". Δημοσιεύτηκε στις 23/2/2012
►*κουκουβίζω: κάθομαι με τα πόδια λυγισμένα, όπως τον τύπο στο Birdy -  http://www.avoir-alire.com/IMG/jpg/birdy-1984-07-g.jpg 
►Φωτογραφία άρθρου: https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhfGcZbUb4Agly43np_p2I8uxRe2KFuTopz_XzeD2U11jtWEjSXCEcKmcUTjPO8abi63pPDFARMFn752An4Z86LDGkE006fQhbOleYsIRq2QsmixLYPlmYFQDT_tsuoHdGcSwXKxmBKTvpM/s1600/ZITIANOS.JPG

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Δυό μεροκάματα ψάρι



«Πολύ κουράσθηκες, ψαρά,
τα ψάρια είναι δικά σου
και πούλα τα στην αγορά
να θρέψεις τα παιδιά σου.»
Ιωάννης Πολέμης

Δεν εννοούσε ακριβώς αυτό ο ποιητής. Δηλαδή αυτό εννοούσε αλλά έπρεπε να το διευκρινίσει. «Πούλα τα» σαν ψάρια, όχι σαν ράβδο χρυσού. 

Γκρινιάζω! Ναι, γκρινιάζω! Αφορμή στάθηκε η πληροφορία που είχα. Λεωφόρος 62 Μαρτύρων. Κίνηση και το φανάρι πιο καθυστερημένο κι απ’τις δόσεις μου. Κουμπάκι. Ραδιόφωνο. Συχνότητα μεγάλου τοπικού ραδιοσταθμού. Ενημερωτική εκπομπή. Και κάνει το λάθος ο δημοσιογράφος. Μεταξύ μας, δεν έκανε λάθος ο άνθρωπος, απλά το είπε σε ακατάλληλη στιγμή – την καταραμένη στιγμή που άκουγα εγώ εν ώρα μποτιλιαρίσματος. Ενημερώθηκε, λέει, από έναν ακροατή πως βρήκε στην ψαραγορά στο λιμάνι – αυτή που είναι παραδίπλα στον Κούλε – σαργούς με 33 ευρώ το κιλό.

Ντουπ. Φρένο. Δεν πιστεύω στ’αυτιά μου. Το ξαναλέει. Αποκλείω τις παραισθήσεις. Σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι γιατί να κοστίζει τόσο ένα κιλό σαργός, λες και είναι απόγονος του Φαραώ που’χει καταπιεί ρουμπίνι. Αναρωτιέμαι επίσης ποιος να’ναι αυτός που έχει να δώσει δυο μεροκάματα για να φάει ένα ψαράκι. Γιατί τόσο θα του πέσει στην πάρτη του. Ένα ψαράκι. Στο κιλό άντε να βγεί μισό ψαράκι ακόμη. Τα 33, 33 όμως. Ας βρεθεί ένας καλός άνθρωπος να μου εξηγήσει γιατί αυτός ο σωρός από λέπια, βράγχια και σάρκα που πριν λίγο κολυμπούσε ανέμελα στα νερά του Ηρακλείου κοστίζει τόσο.

Περνώ το πρώτο σοκ. Εξακολουθώ να έχω μια ιδέα θυμού ακόμη κι ένα τεράστιο ερωτηματικό πάνω απ’το κεφάλι μου. Για το ερωτηματικό ήδη σου είπα. Το αίτιο του θυμού ακόμη προσπαθώ να το διευκρινίσω: Θες να ‘ναι λίγο η οικονομική κατάσταση γύρω μου, λίγο όλοι εκείνοι οι νεοφερμένοι στη λίστα της ανέχειας, λίγο το ότι ο κόσμος προσπαθεί να μαζέψει αλεύρι, γάλα και μακαρόνια για να φάνε τα πρώτα θύματα, λίγο ο μισθός μου που έχει πάρει φόρα-κατηφόρα, λίγο που με τόσα μέτρα καθημερινά ράβω επίσημη βραδινή, λίγο τούτο, λίγο ‘κεινο, ήρθε και θόλωσε το ματάκι μου. 

Δυο μεροκάματα ψάρι. Ένα τρίτο του μεροκάματου καφές σε καφετέρια. Ένα δέκατο του μισθού για να φας σ’ένα ταβερνάκι λιτά-λιτά. Μισό μεροκάματο για να πιεις μια μπύρα αν δεν την παλεύεις σπίτι και θες να βγεις να ξεσκάσεις λίγο. Ένα πέμπτο του μισθού σου για ένα ζευγάρι παπούτσια στις εκπτώσεις απ’τα μαγαζιά για να στηρίξεις και την ντόπια αγορά. Πολυτέλεια. Το πορτοφόλι μου αρνείται πεισματικά ν’ανοίξει υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Και το κεφάλι μου κοντεύει να εκραγεί μόλις λάβω υπόψη αυτά τα δεδομένα σε συνδυασμό με τις επικρατούσες συνθήκες.  Φαντάζομαι και το δικό σου.

 Συμμορφωθείτε ορισμένοι εκεί έξω. Οι καιροί άλλαξαν. 

  •  Φιλοξενούμενα έπεα πτερόεντα στο blog "Αντίπαλοι". Δημοσιεύτηκε στις 8 Μαρτίου 2012.
  • Ουτοπική εικόνα: http://1.bp.blogspot.com

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Για 'κείνον το γέρο που έκλαιγε...


  Μόνος, καθισμένος σ'ένα καφενείο αποφεύγοντας τον ήλιο. Γύρω του δυο-τρεις άγνωστοι, ανάμεσά τους κι εγώ.
   Έφτασε ο καφές μου, αχνιστός κι ομορφοσερβιρισμένος. Μια από τις φορές που βρίσκω μια γωνιά ν'αράξω μόνη ήταν κι αυτή, να σκεφτώ και να παρατηρήσω τους ανθρώπους. Βυθισμένη σε μια υπέροχη ηρεμία.
   Αρχικά μέτρησα τους γύρω μου. Μια γυναίκα με γυψωμένο χέρι που το κρατούσε σαν μωρό με το υγιές, ένας θορυβώδης κύριος που βιαζόταν να πιει καφέ πριν τους άλλους κι ένας γέρος που μιλούσε στο κινητό του. Όλοι μόνοι τους, όπως κι εγώ. Δεν βρήκα ενδιαφέρον και βυθίστηκα στις σκέψεις μου μα ταυτόχρονα, άθελά μου, έπεφταν τα μάτια μου πάνω στον γέρο. Σαν να με μαγνήτιζε.
   Μιλούσε πότε δυνατά και πότε σιγά, φανερά θυμωμένος που δεν μπορούσε να ελέγξει την  κατάσταση, που είχε πέσει σε απόγνωση. Δε συνηθίζω να παρακολουθώ τις κουβέντες των ξένων, μα κάποιες φορές είναι σαν να με προσκαλούν να συμμετέχω. Με τον τρόπο τους.
   Έτσι κι αυτός. Φώναζε, ψιθύριζε, ρωτούσε το γιατί, φώναζε ξανά, κάτι ψέλλισε κι άρχισε να τρέμει η φωνή του. Μια τέτοια συμπεριφορά την παρατηρείς θες, δε θες. Κι εγώ δεν μπόρεσα να ξεκολλήσω την προσοχή μου από πάνω του.
   Έκλεισε το τηλέφωνο, έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα μάτια του με τη ράχη των δαχτύλων του. Μονολόγησε σαν να μην ήταν κανείς γύρω του και ξανάπιασε το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του καθώς μιλούσε. Σκούπιζε τα μάτια του και συνομιλούσε χαμηλόφωνα. Σε μια στιγμή ήταν αδύναμος να μιλήσει. Έκλεισε το κινητο. Σιωπή.
   Τώρα πια, φανερά τον παρακολουθούσαμε όλοι. Η γυναίκα είχε σφίξει παραπάνω το πονεμένο της χέρι και ο θορυβώδης κύριος είχε προ πολλού ηρεμήσει. Κι εγώ προσπαθούσα να σταματήσω τις ανεξέλεγκτες στροφές του μυαλού μου.
   Μια παράξενη ησυχία απλώθηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Άναψα τσιγάρο κι ήπια μια γουλιά καφέ. Έμεινα να κοιτώ το σκυμμένο γέρικο κεφάλι.
   Δεν έχει σημασία ο λόγος που τον έκανε ν'αντιδράσει κατ'αυτόν τον τρόπο. Σημασία έχει η αντίδραση. Οχι μόνο η δική του. Σε μια τέτοια θλιβερή εικόνα όλοι μείναμε παγωμένοι. Κανείς μας δεν τόλμησε να  σηκωθεί και να του πει μια κουβέντα που θα μαλάκωνε τα συναισθήματά του. Κανείς δεν τόλμησε να αγγίξει μια τόσο ανθρώπινη αντίδραση. Αποξένωση. Αποβιτανωμένοι άνθρωποι. Φόβος. "Κοίτα τη δουλειά σου". Μέσα κι εγώ.
   Ο γέρος μου στοίχειωσε όλη την υπόλοιπη μέρα. Νύχτωσε. Δε μου συγχώρεσα ακόμη την αδράνειά μου. Κι ούτε πρόκειται νομίζω.


Φωτογραφία : Vincent van Gogh - Old Man in Sorrow
   

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Τα κόκκινα παπούτσια




Ήρθα εδώ που ήρθα. Με φέρανε δηλαδή. Σπρωχτή. Δεν το'θελα, είχα -σίγουρα- καλύτερους προορισμούς. Το τέρμα δεν το βρήκα κι ούτε ξέρω που βρίσκεται. Ακολουθώ το μονοπάτι. Υπομονετικά βαδίζω ή στέκομαι για λίγο - δεν ξαποσταίνω και δεν παίρνω βαθιά ανάσα, δε μου επιτρέπεται. Δεν μπορώ να ξεφύγω, δε βλέπω παράδρομο φωτισμένο, με σπρώχνουν ν'ακολουθώ αυτόν που είναι μπροστά μου χωρίς να'χω δικαίωμα αντίδρασης. Κοιτώ μόνο τα παπούτσια του. Περπατά κι αυτός σκυφτός. Μάλλον έχει κλειστά τα μάτια του τις περισσότερες φορές: άλλοτε σκοντάφτει στις πέτρες κι άλλοτε πέφτει με δύναμη στις λασπολακούβες. Και μετά προχωρεί στο σκονισμένο μονοπάτι, πάντα σιωπηλά. Δεν άκουσα ποτέ μέχρι τώρα τη χροιά της φωνής του ούτε είδα τα μάτια του. Δεν ξέρω πως είναι το πρόσωπό του - ξέρω μόνο τα παπούτσια του. Στην αρχή ήτανε κόκκινα.

Σκυφτή προχωρώ. Θαρρώ πως είναι μουντός ο καιρός. Κρεμά άγρια σύννεφα πάνω απ'τα κεφάλια μας που απειλούν ξανά με μια βροχή, μάλλον παγωμένη, απ'αυτές που πονούν. Ακούω φωνές, ουρλιαχτά, απειλές, αναθέματα και κλάματα.  Ξεκλέβω μια ματιά και διακρίνω κορμιά να σέρνονται εκλιπαρώντας λίγη απ'τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Πονώ.
Σκέφτομαι πως φτάσαμε εδώ. Μάλλον δεν έχει σημασία πια αυτό το "πως" γιατί δραπετεύει γοργά απ’τη σκέψη μου χωρίς να ψάχνει επεξηγήσεις. Σκέφτομαι πως θα φύγουμε από'δω. Ναι. Αυτό είναι έχει σημασία τώρα. Μένει και φλερτάρει επίμονα με το μυαλό μου. Το "Πως". Πως θα φύγουμε απο'δω.

Ανηφορίζουμε κι άλλο. Τα κόκκινα παπούτσια κουράστηκαν. Βράδυνε το βήμα. Η ανάσα βάρυνε. Λύγισαν τα πόδια, τα χέρια μπήκαν υποστήριγμα. Ακούμπησε το μέτωπό του στο δεξί του γόνατο και ξέσπασε σε κλάματα γοερά: "Θέλω τη ζωή μου πίσω" διέκρινα μέσα στ' αναφιλητά. Μια-δυο διάφανες μορφές γύρισαν και τον κοίταξαν κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι τους.
Στάθηκα τρομαγμένη. Κοίταξα γύρω μου κι ευχήθηκα για μια αστραπή ή για λίγο ήλιο -για λίγο φως και ζεστασιά-  ξέροντας πως θαύματα δε γίνονται. Άπλωσα το χέρι μου χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά και τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του, βουβά, χωρίς καμιά λέξη να γίνει κρίκος μεταξύ μας. Ήμασταν ήδη δεμένοι χωρίς να το ξέρουμε σ'αυτή τη κοινή πορεία. Δε χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και του σκούπισα τα μάτια. Με κοίταξε με τα μεγάλα μελιά μάτια του όλο απορία. Σαν να μην περίμενε την προσφορά των χεριών μου. Την ανθρώπινη προσφορά. Σαν να μην περίμενε τίποτα κι από πουθενά. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές και σκούπισε τα μάτια του. «Έχεις δίκιο» ψέλλισε και αμέσως χαμογέλασε. Έσκυψε και ξεσκόνισε τα κόκκινα παπούτσια του σφυρίζοντας ένα γνώριμο σκοπό. Λίγο παραπάνω κοντοστάθηκε κι άπλωσε το χέρι του σε μια γριά που'χε γίνει ένα κουβάρι στην άκρη του δρόμου απ' την πείνα και την φτώχεια. Η γυναίκα τον κανάκεψε κι έσυρε στον δρόμο ξανά. Μαζί, εγώ και τα κόκκινα παπούτσια, λίγο παραπάνω, την είδαμε ν’απλώνει το γέρικο χέρι της πάνω στο κεφάλι εκείνου του μεσήλικα ανέργου που από απόγνωση είχε κρύψει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του. Κι εκείνος ξαφνιασμένος σηκώθηκε να συνεχίσει το δρόμο του, απλώνοντας με τη σειρά του το δικό του χέρι στην επόμενη σκιά που συναντήσαμε.

 Σιγά-σιγά ο ουρανός άνοιγε από πάνω μας. Ο ήλιος του χειμώνα περνούσε από χέρι σε χέρι και ζέσταινε τους ώμους μας ώστε ν'αντέξουν το βάρος του προορισμού. Που και που σκοτείνιαζε μα δεν ήταν για πολύ. Φτάνανε δυο χαμόγελα, δυο κατάματες θωριές και δυο χέρια απλωμένα που πρόσφεραν βοήθεια, για να σκορπίσουν φως. Ακόμη και σ'αυτό το κακοτράχαλο κι αιώνια σκοτεινό μονοπάτι που μας έσπρωξαν με μανία. Ο χωματόδρομος γίνεται ευκολότερος.  Αρκεί η ψυχή σου να φορά δυο κόκκινα παπούτσια.

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...