Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Τα κόκκινα παπούτσια




Ήρθα εδώ που ήρθα. Με φέρανε δηλαδή. Σπρωχτή. Δεν το'θελα, είχα -σίγουρα- καλύτερους προορισμούς. Το τέρμα δεν το βρήκα κι ούτε ξέρω που βρίσκεται. Ακολουθώ το μονοπάτι. Υπομονετικά βαδίζω ή στέκομαι για λίγο - δεν ξαποσταίνω και δεν παίρνω βαθιά ανάσα, δε μου επιτρέπεται. Δεν μπορώ να ξεφύγω, δε βλέπω παράδρομο φωτισμένο, με σπρώχνουν ν'ακολουθώ αυτόν που είναι μπροστά μου χωρίς να'χω δικαίωμα αντίδρασης. Κοιτώ μόνο τα παπούτσια του. Περπατά κι αυτός σκυφτός. Μάλλον έχει κλειστά τα μάτια του τις περισσότερες φορές: άλλοτε σκοντάφτει στις πέτρες κι άλλοτε πέφτει με δύναμη στις λασπολακούβες. Και μετά προχωρεί στο σκονισμένο μονοπάτι, πάντα σιωπηλά. Δεν άκουσα ποτέ μέχρι τώρα τη χροιά της φωνής του ούτε είδα τα μάτια του. Δεν ξέρω πως είναι το πρόσωπό του - ξέρω μόνο τα παπούτσια του. Στην αρχή ήτανε κόκκινα.

Σκυφτή προχωρώ. Θαρρώ πως είναι μουντός ο καιρός. Κρεμά άγρια σύννεφα πάνω απ'τα κεφάλια μας που απειλούν ξανά με μια βροχή, μάλλον παγωμένη, απ'αυτές που πονούν. Ακούω φωνές, ουρλιαχτά, απειλές, αναθέματα και κλάματα.  Ξεκλέβω μια ματιά και διακρίνω κορμιά να σέρνονται εκλιπαρώντας λίγη απ'τη χαμένη τους αξιοπρέπεια. Πονώ.
Σκέφτομαι πως φτάσαμε εδώ. Μάλλον δεν έχει σημασία πια αυτό το "πως" γιατί δραπετεύει γοργά απ’τη σκέψη μου χωρίς να ψάχνει επεξηγήσεις. Σκέφτομαι πως θα φύγουμε από'δω. Ναι. Αυτό είναι έχει σημασία τώρα. Μένει και φλερτάρει επίμονα με το μυαλό μου. Το "Πως". Πως θα φύγουμε απο'δω.

Ανηφορίζουμε κι άλλο. Τα κόκκινα παπούτσια κουράστηκαν. Βράδυνε το βήμα. Η ανάσα βάρυνε. Λύγισαν τα πόδια, τα χέρια μπήκαν υποστήριγμα. Ακούμπησε το μέτωπό του στο δεξί του γόνατο και ξέσπασε σε κλάματα γοερά: "Θέλω τη ζωή μου πίσω" διέκρινα μέσα στ' αναφιλητά. Μια-δυο διάφανες μορφές γύρισαν και τον κοίταξαν κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι τους.
Στάθηκα τρομαγμένη. Κοίταξα γύρω μου κι ευχήθηκα για μια αστραπή ή για λίγο ήλιο -για λίγο φως και ζεστασιά-  ξέροντας πως θαύματα δε γίνονται. Άπλωσα το χέρι μου χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά και τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του, βουβά, χωρίς καμιά λέξη να γίνει κρίκος μεταξύ μας. Ήμασταν ήδη δεμένοι χωρίς να το ξέρουμε σ'αυτή τη κοινή πορεία. Δε χρειαζόταν τίποτα παραπάνω. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και του σκούπισα τα μάτια. Με κοίταξε με τα μεγάλα μελιά μάτια του όλο απορία. Σαν να μην περίμενε την προσφορά των χεριών μου. Την ανθρώπινη προσφορά. Σαν να μην περίμενε τίποτα κι από πουθενά. Έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές και σκούπισε τα μάτια του. «Έχεις δίκιο» ψέλλισε και αμέσως χαμογέλασε. Έσκυψε και ξεσκόνισε τα κόκκινα παπούτσια του σφυρίζοντας ένα γνώριμο σκοπό. Λίγο παραπάνω κοντοστάθηκε κι άπλωσε το χέρι του σε μια γριά που'χε γίνει ένα κουβάρι στην άκρη του δρόμου απ' την πείνα και την φτώχεια. Η γυναίκα τον κανάκεψε κι έσυρε στον δρόμο ξανά. Μαζί, εγώ και τα κόκκινα παπούτσια, λίγο παραπάνω, την είδαμε ν’απλώνει το γέρικο χέρι της πάνω στο κεφάλι εκείνου του μεσήλικα ανέργου που από απόγνωση είχε κρύψει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του. Κι εκείνος ξαφνιασμένος σηκώθηκε να συνεχίσει το δρόμο του, απλώνοντας με τη σειρά του το δικό του χέρι στην επόμενη σκιά που συναντήσαμε.

 Σιγά-σιγά ο ουρανός άνοιγε από πάνω μας. Ο ήλιος του χειμώνα περνούσε από χέρι σε χέρι και ζέσταινε τους ώμους μας ώστε ν'αντέξουν το βάρος του προορισμού. Που και που σκοτείνιαζε μα δεν ήταν για πολύ. Φτάνανε δυο χαμόγελα, δυο κατάματες θωριές και δυο χέρια απλωμένα που πρόσφεραν βοήθεια, για να σκορπίσουν φως. Ακόμη και σ'αυτό το κακοτράχαλο κι αιώνια σκοτεινό μονοπάτι που μας έσπρωξαν με μανία. Ο χωματόδρομος γίνεται ευκολότερος.  Αρκεί η ψυχή σου να φορά δυο κόκκινα παπούτσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...