Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

"Ε ρε κατοχή που σου χρειάζεται!"



     Πάντα μου το'λεγε η μάνα μου. Όταν έκανα μουτσούνες επειδή δε μ'αρεσε το κουνουπίδι, όταν
δεν τέλειωνα  αυτή τη φέτα το σαλάμι με το ψωμί ή όταν έχυνα το γάλα στο νεροχύτη. Το'χε
έξω-έξω και μου το αμολούσε απειλητικά μ'ένα βλέμμα τρομακτικό, από εκείνα που μόνο οι
μανάδες μπορούν να κάνουν : "Ε ρε κατοχή που σου χρειάζεται! Τις γάτες θα'τρωγες!"

     Με τρομοκρατούσε για να φάω, με τρομοκρατούσε για να κάνω οικονομία, με απειλούσε για να
μάθω να εκτιμώ την κατάθεση του μισθού της στο μπακάλικο μόνο και μόνο για να'χουμε να τρώμε κάνα καλούδι. Και ξέροντας την αιώνια αγάπη μου στις γάτες μου το έκανε ακόμη πιο δύσκολο και φρικιαστικό.

     Κατοχή δεν ήξερα τι σημαίνει. Κάτι πληροφορίες απ'το δημοτικό είχα μόνο, όπως όλα τα "δημοτικάκια". Για κόσμο που πεινούσε, για τους κακούς Γερμανούς που σκότωναν τους Έλληνες, για κακουχίες - όλα επιφανειακά. Είχα δει και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σε μια εγκυκλοπαίδεια μ'ένα παιδάκι που απ'την πείνα ήταν η κοιλίτσα του τούμπανο ανάμεσα στα κόκκαλά του που πεταγόταν απειλητικά, μου'χε πει κι η γιαγιά μου η καπετάνισσα κανα-δυο ιστορίες κι έτσι ζωγράφιζα μια εικόνα τραγική για το ανήλικό μου μυαλουδάκι. Οχι βέβαια πως όλα αυτά μ'εκαναν να αγαπήσω περισσότερο το κουνουπίδι αλλά όπως και να το κάνεις ήμουν παιδικά σίγουρη πως δε με αφορούσαν.Τουλάχιστον όσο οι Γερμανοί ήταν στη Γερμανία.

     Πέρασαν τα χρόνια. Πολλά χρόνια από τότε που τα λόγια της μάνας μου κρεμόταν απειλητικά σαν μαύρο συννεφάκι πάνω απ'το κεφαλάκι μου και σχεδόν είχα ξεχάσει την προσπάθειά της αυτή να με συνετίσει. Μέχρι χθες.

    Μέχρι χθες που είδα ανθρώπους χωρίς δουλειά να μη σηκώνουν τα βάρη και να τρελλαίνονται βλέποντας την αξιοπρέπειά τους να τους εγκαταλείπει καταματωμένη.

    Μέχρι χθες που είδα το χάρτινο στρώμα και το προσκεφάλι από εφημερίδες σ'απάνεμη γωνιά.

    Μέχρι χθες που άκουσα τη μικρομάνα να νανουρίζει κλαίγοντας ένα σωρό από πανάκια ενώ ήταν
στην ουρά περιμένοντας το μερίδιό της.

    Μέχρι χθες που είδα τον κυρ-Αλέκο απ'την επάνω γειτονιά να ψάχνει στους κάδους απορριμάτων μήπως και κάτι τρώγεται ακόμη.

    Μέχρι χθες που κρατούσα στα χέρια μου τα ρυτιδιασμένα χέρια μιας γριάς, καθώς εκείνη παραπονιόταν πως δε βγαίνει η σύνταξη για τα φάρμακα και το νοίκι. Η ίδια γρια που καθώς την αποχαιρετούσα έψαχνε τις τσέπες της για καμμιά ξεχασμένη καραμέλα, θέλοντας να μου δείξει ευγνωμοσύνη.

   Μέχρι χθες που είδα τα πλήθη στους δρόμους και στις πλατείες άλλοτε σιωπηλά κι άλλοτε να
σιγομουρμουρίζουν τραγούδια παρηγοριάς, ελπίδας και ενδυνάμωσης.

   Μέχρι χθες που είδα την πόλη μου να καίγεται ουρλιάζοντας από πόνο.

   Μέχρι χθες που διαπίστωσα πόσοι δωσίλογοι είχαν βαφτιστεί πατριώτες.

   Μέχρι χθες. Όπως κι αν καθορίζεται χρονικά το "χθες".

     Σήμερα είναι όλα απροσδιόριστα. Ο θυμός σα να'γινε οργή κι η οργή σα να'γινε ντροπή. Κι η
ντροπή φόβος για τη ζωή. Όχι για την επιβίωση, για τη ζωή. Σήμερα τα λόγια της μάνας μου κρέμονται -σαν λαιμητόμος αυτή τη φορά- πάνω απ'το κεφάλι μου. Λαιμητόμος που οι αποφάσεις τους την καλοακονίζουν. Δεμένη χειροπόδαρα, παγωμένη, σε μια στάση εμβρυική, πονάω. Πονάω καθώς μου κλέβουν κομμάτι-κομμάτι τα όνειρά μου για να θρέψουν τους ευσεβείς πόθους τους. Πονάω καθώς μου αποκλείουν όλες τις δυνατότητες για να ορθοποδήσω. Πονάω γιατί πρέπει να πληρώσω με ανάσα κι αίμα χρέη όχι δικά μου. Πονάω γιατί περιμένω την εξαθλίωση. Το τίποτα. Πονάω γιατί περιμένω κι άλλο πόνο κι άλλες θυσίες προς τέρψιν του τραπεζικού τους θεού. Και ως αντάλλαγμα θα έχω την πείνα των παιδικών μου βιβλίων. Την κατοχή που μου'λεγε η μάνα μου.

Μα ξέρω. Ξέρω πως όλα αυτά θα γίνουν δύναμη. Ο φόβος θα γίνει δύναμη και ο πόνος θα την ενισχύσει. Μόνο εκείνη τη στιγμή περιμένω. Εκείνη τη στιγμή που τα λόγια της μάνας θα γίνουν αυτό που πρέπει: Ανάμνηση που θα ανασκαλεύω και θα χαμογελώ.
Κι όχι απειλή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...