Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Για 'κείνον το γέρο που έκλαιγε...


  Μόνος, καθισμένος σ'ένα καφενείο αποφεύγοντας τον ήλιο. Γύρω του δυο-τρεις άγνωστοι, ανάμεσά τους κι εγώ.
   Έφτασε ο καφές μου, αχνιστός κι ομορφοσερβιρισμένος. Μια από τις φορές που βρίσκω μια γωνιά ν'αράξω μόνη ήταν κι αυτή, να σκεφτώ και να παρατηρήσω τους ανθρώπους. Βυθισμένη σε μια υπέροχη ηρεμία.
   Αρχικά μέτρησα τους γύρω μου. Μια γυναίκα με γυψωμένο χέρι που το κρατούσε σαν μωρό με το υγιές, ένας θορυβώδης κύριος που βιαζόταν να πιει καφέ πριν τους άλλους κι ένας γέρος που μιλούσε στο κινητό του. Όλοι μόνοι τους, όπως κι εγώ. Δεν βρήκα ενδιαφέρον και βυθίστηκα στις σκέψεις μου μα ταυτόχρονα, άθελά μου, έπεφταν τα μάτια μου πάνω στον γέρο. Σαν να με μαγνήτιζε.
   Μιλούσε πότε δυνατά και πότε σιγά, φανερά θυμωμένος που δεν μπορούσε να ελέγξει την  κατάσταση, που είχε πέσει σε απόγνωση. Δε συνηθίζω να παρακολουθώ τις κουβέντες των ξένων, μα κάποιες φορές είναι σαν να με προσκαλούν να συμμετέχω. Με τον τρόπο τους.
   Έτσι κι αυτός. Φώναζε, ψιθύριζε, ρωτούσε το γιατί, φώναζε ξανά, κάτι ψέλλισε κι άρχισε να τρέμει η φωνή του. Μια τέτοια συμπεριφορά την παρατηρείς θες, δε θες. Κι εγώ δεν μπόρεσα να ξεκολλήσω την προσοχή μου από πάνω του.
   Έκλεισε το τηλέφωνο, έβγαλε τα γυαλιά του και σκούπισε τα μάτια του με τη ράχη των δαχτύλων του. Μονολόγησε σαν να μην ήταν κανείς γύρω του και ξανάπιασε το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του καθώς μιλούσε. Σκούπιζε τα μάτια του και συνομιλούσε χαμηλόφωνα. Σε μια στιγμή ήταν αδύναμος να μιλήσει. Έκλεισε το κινητο. Σιωπή.
   Τώρα πια, φανερά τον παρακολουθούσαμε όλοι. Η γυναίκα είχε σφίξει παραπάνω το πονεμένο της χέρι και ο θορυβώδης κύριος είχε προ πολλού ηρεμήσει. Κι εγώ προσπαθούσα να σταματήσω τις ανεξέλεγκτες στροφές του μυαλού μου.
   Μια παράξενη ησυχία απλώθηκε για λίγα δευτερόλεπτα. Άναψα τσιγάρο κι ήπια μια γουλιά καφέ. Έμεινα να κοιτώ το σκυμμένο γέρικο κεφάλι.
   Δεν έχει σημασία ο λόγος που τον έκανε ν'αντιδράσει κατ'αυτόν τον τρόπο. Σημασία έχει η αντίδραση. Οχι μόνο η δική του. Σε μια τέτοια θλιβερή εικόνα όλοι μείναμε παγωμένοι. Κανείς μας δεν τόλμησε να  σηκωθεί και να του πει μια κουβέντα που θα μαλάκωνε τα συναισθήματά του. Κανείς δεν τόλμησε να αγγίξει μια τόσο ανθρώπινη αντίδραση. Αποξένωση. Αποβιτανωμένοι άνθρωποι. Φόβος. "Κοίτα τη δουλειά σου". Μέσα κι εγώ.
   Ο γέρος μου στοίχειωσε όλη την υπόλοιπη μέρα. Νύχτωσε. Δε μου συγχώρεσα ακόμη την αδράνειά μου. Κι ούτε πρόκειται νομίζω.


Φωτογραφία : Vincent van Gogh - Old Man in Sorrow
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...